Η Μαγεμένη Άρπα, το ταξίδι της ανά τους μύθους του κόσμου

Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,

ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοΰσε.

Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

 

Art by Felicia Cano

Art by Felicia Cano

Ο ήχος είναι γνωστός, λίγο πολύ σε όλους. Κάποιοι φροντίζουν να τον απολαμβάνουν ακόμα και καθημερινά. Κάποιοι άλλοι δεν έχουν την ίδια επαφή, κι όμως είναι πάντα ικανοί να τον αναγνωρίσουν. Ήχος καθαρός, κρυστάλλινος, ουράνιος, γλυκός, μεταλλικός κι όμως αέρινος. Θυμίζει κάτι γνωστό και μαγικό, αιθέριο και εύθραυστο, κάτι που ίσως, αναγνώστη, να θυμάσαι από παλιά, σαν σ’ ένα όνειρο.

Η ιστορία της άρπας χάνεται μέσα στους αιώνες, ταξιδεύει χιλιετηρίδες πίσω στο παρελθόν. Πρώιμες μορφές της μας γίνονται γνωστές από σωρούς αρχαίων κειμένων, ζωγραφικών παραστάσεων και άλλων πηγών. Η θέση του μουσικού αυτού οργάνου στους μύθους και τις παραδόσεις αμέτρητων λαών είναι καθοριστική, δυναμική. Ο ήχος ήταν πάντα τόσο μαγευτικός, ώστε να οδηγεί στο συμπέρασμα πως η προέλευσή της δεν ήταν ανθρώπινη, αλλά θεϊκή.

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, οι δύο πιο γνωστές, πρώιμες μορφές της άρπας, η λύρα και η κιθάρα, ήταν ευρύτατα διαδεδομένες, και όποιος γνώριζε κι εξασκούσε τη συγκεκριμένη τέχνη, είχε πάντα εξέχουσα θέση στην κοινωνία του.

Ο ρόλος της λύρας στην ελληνική μυθολογία είναι διάχυτος. Στις χαρούμενες γιορτές και στους ξέφρενους χορούς τους, νύμφες, νεράιδες και οι ίδιες οι Μούσες, είχαν πάντα στις συντροφιές τους τουλάχιστον ένα μέλος να τις συνοδεύει με τις θεσπέσιες μελωδίες. Ο Απόλλωνας, άλλωστε, ο θεός του φωτός, της μαντείας και της μουσικής, ήταν, ας μην ξεχνάμε, ο γνωστότερος λυράρης που υπήρξε ποτέ, μ’ έναν μύθο να τον συνδέει άρρηκτα με το μουσικό όργανο.

Ο Ερμής ήταν ανέκαθεν, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους πιο συμπαθητικούς και διασκεδαστικούς θεούς του δωδεκάθεου. Εύθυμος, αεικίνητος και σκανδαλιάρης, ακόμα από… την κούνια. Η νύμφη Μαία, η μητέρα του, εξαντλημένη από τη γέννα, φάσκιωσε το παιδί και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ο μικρός θεός, όμως, φαινόταν πως δεν είχε ύπνο. Ξεγλίστρησε από τις φασκιές του και στην περιπλάνησή του στη σπηλιά όπου κατοικούσαν, την προσοχή του τράβηξε μία χελώνα. Πήρε το καβούκι της, και με υλικά που βρήκε τριγύρω κατασκεύασε την πρώτη λύρα. Λίγο αργότερα, σε μία νέα του περιπέτεια, αποφάσισε να κλέψει πενήντα από τις ιερές αγελάδες του αδελφού του, του Απόλλωνα, ο οποίος κατέφυγε στον Δία για δικαιοσύνη. Ακολούθησε λήξη της διαμάχης, κατόπιν διαταγής του πατέρα τον θεών, και στην επιστροφή τους από τον Όλυμπο, σε κάποια τους στάση, ο Ερμής ξεκίνησε να παίζει,  αφήνοντας τον αδελφό του εκστατικό. Βλέποντας πόσο πολύ του άρεσε, δεν δίστασε να του προσφέρει τη λύρα αμέσως, ως δώρο συμφιλίωσης. Ο Απόλλωνας χάρηκε τόσο πολύ που του χάρισε ως αντίδωρο όλα τα ζώα που του είχε κλέψει νωρίτερα. Από τότε και στο εξής, η λύρα έγινε άρρηκτο σύμβολό του.

Ένας ακόμα διάσημος μυθολογικός λυράρης, μαθητής του Απόλλωνα και αργότερα κάτοχος της λύρας του κατά κάποιες εκδοχές, υπήρξε ο Ορφέας. Το ταλέντο του στη μουσική ήταν τέτοιο ώστε να είναι ικανός να ημερεύει παίζοντας τη λύρα του ακόμα και τα αγριότερα θηρία του κόσμου. Κάποτε, αλλόφρων από τον άδικο θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, της Ευρυδίκης, έπαιξε τόσο συγκινητικά, θρηνητικά τραγούδια, ώστε όλες οι νύμφες και οι θεοί έκλαψαν μαζί του, και τον συμβούλευσαν. Ο Ορφέας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο και με τη μουσική του κατάφερε όχι μόνο να ημερέψει τον Κέρβερο και να συγκινήσει την Περσεφόνη, αλλά και να γίνει ο μόνος άνθρωπος που μαλάκωσε την καρδιά του σκληρού Πλούτωνα. Ο θεός του Άδη συμφώνησε να επιτρέψει στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη. Έπρεπε απλώς να περπατά μπροστά από αυτήν, για όση ώρα θα κρατούσε το ταξίδι της επιστροφής, και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να φτάσει στον πάνω κόσμο. Υποψιασμένος, καθώς δεν άκουγε τον χτύπο των βημάτων της πίσω του, αθέτησε τελικά την υπόσχεση, και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε, αυτήν τη φορά για πάντα.

Art by Thitipon Dicruen

Art by Thitipon Dicruen

Άλλη μία πρώιμη μορφή της άρπας, αρκετά όμοια μορφολογικά, ήταν η κιθάρα. Όχι φυσικά με τη σημερινή της μορφή, αλλά με εκείνη που είχε κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους. Σε αντιδιαστολή με την απλή λύρα, ο χαρακτήρας της οποίας ήταν περισσότερο “λαϊκός”, η κιθάρα είχε περισσότερο λόγια χρήση, αποτελώντας το κύριο όργανο των κιθαρωδών. Δεν είναι τυχαίο ότι, στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας περιγράφεται ως εξαιρετικός κιθαρωδός. Όταν καταφθάνει στη σκηνή του η πρεσβεία των στρατηγών για να του μεταφέρει την προσφορά ειρήνης του Αγαμέμνονα, τον βρίσκουν σε μια ήρεμη στιγμή, να παίζει μουσική με την κιθάρα του.

Ορισμένοι μελετητές της Βίβλου έχουν καταλήξει πως η εβραϊκή λέξη «kinnor» σημαίνει «λύρα», ενώ η λέξη «nevel», άρπα. Ο μυθικός βασιλιάς Δαυίδ ήταν διάσημος για τη μουσική του. Το αν το μουσικό όργανο της επιλογής του ήταν κανονική άρπα ή λύρα, παραμένει αμφίβολο, όπως και να ‘χει όμως, ήταν αυτής της μορφής. Η μουσική του ήταν τόσο εξαίσια που τον κάλεσαν στη βασιλική αυλή, να παίξει για τον οξύθυμο και ταραγμένο βασιλιά Σαούλ, μήπως καταφέρει να τον ηρεμήσει. Εντέλει, όταν έγινε ο ίδιος βασιλιάς, συνέχισε να χρησιμοποιεί άρπες και λύρες σε μεγάλες γιορτές, αλλά και στις θρησκευτικές τελετουργίες.

Στην Κίνα, ο πρώτος «θεϊκός» κυβερνήτης, ο Fu-Hsi, λέγεται πως εφηύρε την ίδια τη μουσική σαν ιδέα και πράξη. Το αγαπημένο του όργανο, το ch’in, περιγράφεται εξαιρετικά όμοιο με μια σύγχρονη άρπα. Δεν επιτρεπόταν σε κανέναν εκτός από εξέχοντα μέλη του ιερατείου να αγγίξουν ένα ch’in.

Στην Ινδία, η σύζυγος του θεού Brahma, η Sarasvati, θεά του νερού, της σοφίας, της γνώσης, του λόγου και της μουσικής, απεικονίζεται ντυμένη στα λευκά, να ιππεύει έναν κύκνο καθώς παίζει μουσική με ένα vina, μία κατηγορία έγχορδου οργάνου στην οποία ανήκει και η άρπα.

Τέλος, στην Ιαπωνία, μία από τις επτά θεότητες της τύχης, η Benzaiten, η οποία αντιπροσωπεύει τη χάρη και την ομορφιά, απεικονίζεται συχνά να κρατά στα χέρια της μία άρπα.

Οι βόρειοι λαοί έχουν ακόμα μεγαλύτερη σύνδεση με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο, καθώς εκείνοι ήταν που το εξέλιξαν στη σημερινή του μορφή. Υπήρχε, μάλιστα, μία τάξη δρυϊδών στη Βρετανία και την Ιρλανδία που έπαιζαν άρπα καθώς απήγγειλαν ποίηση, αρκετά όμοια με τους πολύ αρχαιότερούς τους Έλληνες αοιδούς. Πολύ αργότερα, οι συγκεκριμένοι βάρδοι έγιναν γνωστοί ως «Ιερείς του Φράχτη», καθώς υπήρχε η αντίληψη πως μέσω της μουσικής τους ήταν ικανοί να διασχίζουν το κατώφλι μεταξύ του κόσμου μας και των άλλων κόσμων.

Στη σκανδιναβική μυθολογία, η χρήση της άρπας είναι διάχυτη. Ο θεός Bragi, γιος του Odin και της γιγάντισσας Gunnlod, αμέσως μετά τη γέννησή του, πήρε ως δώρο από τους νάνους μία χρυσή άρπα, δικής τους κατασκευής. Το παιδί σχεδόν δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ζωής από την ώρα της γέννησής του. Οι νάνοι το έβαλαν σ’ ένα πλοίο που κατέληξε στο βασίλειο του Nain, του νάνου του θανάτου. Εκεί ο Bragi σηκώθηκε ξαφνικά, άρπαξε τη χρυσή του άρπα και ξεκίνησε να παίζει και να τραγουδάει το Τραγούδι της Ζωής. Καθώς τραγουδούσε και έπαιζε, το πλοίο άραξε στη στεριά. Χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή να παίζει, ο Bragi κατευθύνθηκε προς το δάσος. Ο ήχος έκανε τα δέντρα να ανθίσουν, και το γρασίδι να γεμίσει με λουλούδια. Εκεί συνάντησε την Idunn, τη θεά της αιώνιας νιότης. Μαζί ταξίδεψαν στην Asgard, όπου ο Όντιν χάραξε αρχαίους ρούνους στη γλώσσα του Bragi και τον έκανε τον επίσημο βάρδο και συνθέτη των μεγάλων τραγουδιών που θα υμνούσαν τους θεούς και τους ήρωες που οι Βαλκυρίες συνόδευαν στη Valhalla.

Ο Φινλανδός ημίθεος Väinämöinen, κάποτε επισκέφθηκε έναν καταρράχτη. Εκεί, σκότωσε έναν λούτσο κι έφτιαξε μια άρπα από τα κόκαλα του ψαριού. Δυστυχώς όμως, το μουσικό όργανο του έπεσε στη θάλασσα, και άρα περιήλθε στο έλεος των θεών της. Έτσι δημιουργήθηκαν οι ήχοι των ωκεανών και των παραλιών. Ο ήρωας έφτιαξε άλλη μια άρπα από ξύλα που βρήκε στο δάσος, και μ’ αυτήν κατέβηκε στον Pohjola, τον κάτω κόσμο, το βασίλειο των νεκρών, προς αναζήτηση του Sampo, ενός  απροσδιόριστου τεχνουργήματος που θα έφερνε μεγάλη τύχη στον κάτοχό του. Στο βασίλειο του σκότους, ο Väinämöinen έπαιξε την άρπα του, κι οι ζοφεροί του κάτοικοι έπεσαν αμέσως για ύπνο. Μόλις βρήκε λοιπόν το Sampo έτρεξε μανιασμένα, κι είχε σχεδόν καταφέρει να φτάσει στη χώρα του φωτός όταν οι πεθαμένοι ξύπνησαν και τον κυνήγησαν για να το πάρουν πίσω. Ο ήρωας κατάφερε να γλιτώσει, στην προσπάθειά του όμως, το Sampo έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε για πάντα.

Art by Jenny Dolfen

Art by Jenny Dolfen

Στο δεύτερο μέρος της Ποιητικής Έντα, μίας από τις σημαντικότερες πηγές που μας σώζονται σχετικά με τη Σκανδιναβική μυθολογία και τους θρύλους των Γερμανικών ηρώων, παρουσιάζεται η εκτέλεση του ήρωα Gunnar από τον Atli (κατά ορισμένους πρόκειται για τον ιστορικό Αττίλα), ο οποίος τον καταδικάζει σε θάνατο μέσα σε λάκκο γεμάτο φίδια. Στις τελευταίες του στιγμές, ο Gunnar παίζει την άρπα του πριν ξεψυχήσει. Υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές εκδοχές για το τι ακριβώς συνέβη, η κάθε μία από διαφορετικό συγγραφέα: στην πρώτη και παλαιότερη εκδοχή, την Atlakviða (περίπου 10ος αιώνας μ.Χ.), ο Gunnar παίζει έναν θυμωμένο σκοπό. Στην Atlamál in grænlenzku, παίζει την άρπα με τα δάχτυλα των ποδιών του, καθώς τα χέρια του είναι δεμένα. Οι γυναίκες κλαίνε, και οι άντρες βογκούν όταν ακούν τον σκοπό. Στην Oddrúnarkviða η ιστορία είναι κάπως διαφορετική. Η Oddrun, η αδελφή του Atli, είναι ερωτευμένη με τον Gunnar, την ώρα όμως την εκτέλεσής του βοηθάει μία φίλη της να γεννήσει. Όταν ακούει από μακριά τους ήχους της άρπας, καταλαβαίνει πως ο αγαπημένος της ζητάει βοήθεια. Σπεύδει αμέσως, όταν όμως φτάνει, είναι πολύ αργά για να τον σώσει.

Όλες οι παραπάνω εκδοχές εντοπίζονται σε ποιητικά κείμενα. Η πιο πρόσφατη εκδοχή του θρύλου στην Έντα είναι σε πρόζα, πιθανότατα γραμμένη από τον Snorri Sturlasson, τον 13ο αιώνα. Σε αυτήν την εκδοχή, όλα τα φίδια πέφτουν σε λήθαργο όταν ακούν τον Gunnar να παίζει, και ο θάνατός του έρχεται τελικά από κάποιον από τους παρευρισκόμενους.

Στην τελευταία εκδοχή, στο Völsunga saga, πιθανότατα του 14ου αιώνα, την άρπα πετάει μέσα στο λάκκο η σύζυγος του Atli και αδελφή του Gunnar, η Gudrun, και αναφέρεται επίσης πως ακόμα κι αν έπαιξε με τα δάχτυλα των ποδιών του, καθότι δεμένος, και πάλι η μουσική του ήταν καλύτερη από όλους τους άλλους μουσικούς.

Στο Völsunga saga περιέχεται επίσης η συνέχεια της ιστορίας του Sigurd του Σφαγέα των Δράκων από την Έντα -το Ragnar Lodbroks saga. Μέσα στους υπόλοιπους χαρακτήρες γνωρίζουμε και την Aslaug, κόρη του Sigurd και της Βαλκυρίας Brunhilde, και μετέπειτα σύζυγο του Ragnar. Προκειμένου να γλιτώσει τη μόλις τριών ετών Aslaug από τους εχθρούς των γονιών της, ο ηλικιωμένος Heimer τη φυγαδεύει στη Νορβηγία. Στο ταξίδι την κρατά κρυμμένη μέσα σε μια άρπα, κι όταν δεν υπάρχει πια κίνδυνος, την αφήνει να βγει. Όταν εκείνη βάζει τα κλάματα, ο βασιλιάς παίζει την άρπα και η μικρή ηρεμεί.

Υπάρχουν αρκετά ακόμα Ισλανδικά sagas που αφηγούνται ιστορίες για αρπιστές. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν έντονα στοιχεία μαγείας, όπως το Bósa och Herrauðs saga, ενώ άλλες διηγήσεις απλώς μας τους δείχνουν σε περιγραφές σκηνών της καθημερινής ζωής. Στο saga του 14ου αιώνα Bárðar saga snæfellsáss, γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στις συγκεκριμένες πηγές σε γυναίκα αρπίστρια, μία γυναίκα με το όνομα Helga. Παίζει άρπα τις νύχτες που δεν μπορεί να κοιμηθεί. 

Η άρπα κατέχει εξέχουσα θέση και στην Ιρλανδική μυθολογία και παράδοση. Εδώ, ως εφευρέτης της άρπας ορίζεται η Canola. Μετά από κάποια διαφωνία με τον εραστή της, αφήνει το κρεβάτι τους στη μέση της νύχτας και κάνει έναν περίπατο. Κάποια στιγμή, μια θεσπέσια μελωδία φτάνει στ’ αυτιά της. Κάθεται για να ακούσει, και σύντομα την παίρνει ο ύπνος. Όταν ξυπνά το επόμενο πρωί, διερωτώμενη ακόμα από πού μπορεί να είχε έρθει η μοναδική αυτή μελωδία, συνειδητοποιεί πως δεν ήταν παρά ο άνεμος που φυσούσε, δημιουργώντας τον ήχο περνώντας μέσα από τους σχεδόν σαπισμένους τένοντες που βρίσκονταν ακόμα συνδεδεμένοι στον σκελετό μιας ξεβρασμένης φάλαινας. Σχεδίασε, λοιπόν, ένα μουσικό όργανο βασισμένη σ’ αυτό.

Art by Stephen Hickman

Art by Stephen Hickman

Διαδεδομένη ήταν η αντίληψη πως επρόκειτο για ένα πανίσχυρο όργανο ελέγχου των συναισθημάτων και των σωματικών καταστάσεων, προικισμένο με την ικανότητα να προξενεί ακραίες αντιδράσεις σε όσους άκουγαν το μαγικό ήχο, όπως ασταμάτητο γέλιο ή κλάμα, αλλά και ακαριαίο λήθαργο.

Όλες τις παραπάνω ιδιότητες συναντά κανείς στο επεισόδιο της άρπας του Dagda, που εμφανίζεται στο Lebor Gabala, μία από τις ιστορίες του Book of Leinster. Γραμμένο τον 12ο αιώνα μ.Χ, πρόκειται για μία καταγραφή προ-χριστιανικών προφορικών παραδόσεων. Στην ιστορία, ο θεός Dagda, ένας από τους πρώτους βασιλείς των Ιρλανδικών Νεράιδων, είναι εξαιρετικός αρπιστής. Η άρπα του ονομάζεται Uaithne, Οι χορδές της είναι μαγικές, και τις χρησιμοποιεί τόσο για να εντυπωσιάσει την αυλή του με τις ικανότητές του, όσο και για σκοτεινότερους σκοπούς. Η άρπα, που είχε την ικανότητα στα χέρια του σωστού αρπιστή να θέτει τις εποχές του έτους στη σωστή σειρά, είχε τρεις μαγικές χορδές: τη χορδή του γέλιου, τη χορδή της λύπης, και τη χορδή του ύπνου, τις οποίες και χρησιμοποιεί αργότερα ο Dagda για να τιμωρήσει τους Formorians, που είχαν κλέψει την Uaithne. Η άρπα, που είχε ικανότητα να ταξιδεύει πίσω στον αφέντη της όταν άκουγε τη φωνή του, με το που άκουσε να την καλεί έσπευσε πίσω σ’ αυτόν, σκοτώνοντας εννέα άντρες στο πέρασμά της.

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι αυτό του Aengus Og, ενός όμορφου νεαρού αρπιστή, γιου του Dagda, ο οποίος έχει στην κατοχή του μία ασημένια άρπα με χρυσές χορδές, που του δίνει τη δύναμη να ελέγχει τα άγρια ζώα και τα πουλιά, αλλά και να ελκύει όμορφες παρθένες. Στον κύκλο του Ulster, βλέπουμε τον στρατό των Connacht να παίρνει μαζί του στη μάχη οπωσδήποτε και αρπιστές, τόσο για εμψύχωση και ψυχαγωγία του στρατεύματος, όσο και για καλοτυχία.

Κλείνοντας, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την έμμεση συμμετοχή της άρπας σε μία από τις διασημότερες ιστορίες αγάπης που έγιναν ποτέ: εκείνη του Tristane και της Isolde. Αφού έχει προηγηθεί η μονομαχία του Tristane με τον Morhold, και μετά την ταφή του τελευταίου, κατά την επιστροφή του στην Κορνουάλη, το τραύμα του Tristane από τη μάχη αρχίζει να αιμορραγεί ξανά, και καθώς κανένας γιατρός δεν μοιάζει ικανός να τον βοηθήσει, προσπαθεί να επιστρέψει στην Ιρλανδία, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η μόνη του ελπίδα να σωθεί είναι να του δώσει τη βοήθειά της η Isolde. Προκειμένου να την πλησιάσει, μεταμφιέζεται στον Tantris, έναν αρπιστή. Το μουσικό του ταλέντο στην άρπα αποδεικνύεται τόσο εξαιρετικό, ώστε η Isolde μαγεύεται τόσο πολύ που του ζητάει να της μάθει να παίζει.

Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι μια άρπα, είτε μαγεμένη είτε απλά μαγευτική, είναι παρούσα σε μερικές από τις ωραιότερες ιστορίες όλων των εποχών. Ο Thomas Carlyle είπε κάποτε πως η μουσική είναι μια γλώσσα που μας οδηγεί στα σύνορα του απείρου και μας επιτρέπει να κοιτάζουμε μέσα σ’ αυτό. Ο Beethoven πίστευε πως είναι ο μεσάζων ανάμεσα στον πνευματικό και τον αντιληπτό κόσμο, ανάμεσα στο μαγικό και το πραγματικό. Αν κανείς αφεθεί στους αιθέριους ήχους μιας άρπας που παίζει απαλά στην ησυχία μιας φεγγαρόλουστης νύχτας, το νόημα των λέξεων γίνεται απτή πραγματικότητα, και το ταξίδι ξεκινάει…

 
 

 

Πληροφορίες – Βιβλιογραφία:

https://web.archive.org/web/20130627164804/http://www.karynhenleyfiction.com/Karyn_Henley_Fiction/Harps_in_Myth.html

http://www.geocities.ws/irish_harps/myth.htm

https://www.cmuse.org/ancient-myths-about-music-instruments/

http://www.harpspectrum.org/historical/lonnert_long.shtml

http://www.khaldea.com/rudhyar/harpsymbol.html

http://www.surlalunefairytales.com/boardarchives/2004/jan2004/harps1.html

Ελπίδα Κανελλίδου γεννήθηκε στη Βέροια, το 1994. Φρέσκια απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με κατεύθυνση στην αρχαιολογία, καθώς ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσε να βρει στο επάγγελμα που ήθελε να κάνει από μικρή: εξερευνήτρια. Έχει επίσης αποφοιτήσει με άριστα από τη σχολή Hogwarts για Μαγείες και Ξόρκια. Σήμερα ζει πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στο Westeros, στη Μέση Γη, στον Πύργο των Avengers, στη Γκόθαμ Σίτυ, και κάθε καλοκαίρι, ανελλιπώς μία εβδομάδα στο Νησί των Πυροτεχνημάτων, και σε ένα Γαλαξία πολύ-πολύ μακριά.

Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, άκουγε να της διηγούνται ιστορίες και παραμύθια. Στα εννιά της ανέλαβε πλέον μόνη της την ανάγνωση λογοτεχνίας, και από τα δώδεκα ξεκίνησε να αφηγείται γραπτώς τις δικές της ιστορίες.

Ως φοιτήτρια παρακολούθησε μαθήματα στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής Imaginarium. Το 2018 έλαβε το 5ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Φαντασίας του 2ου Φεστιβάλ Φαντασίας (Fantasmagoria) στη Θεσσαλονίκη, με το διήγημά της «Το Δάσος». Την ίδια χρονιά συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του Άλλοτε», των εκδόσεων Πηγή iWrite, με το διήγημα «Οι Κουρσάροι της Γοργόνας».

Ως αγαπημένους της συγγραφείς κατονομάζει τον Σαίξπηρ, τον Oscar Wilde, τον Edgar Allan Poe, την J.K. Rowling, τον George R.R. Martin, τον Stephen King, τον George Orwell, τον Μανώλη Καραγάτση και τον Ευγένιο Τριβιζά.