Φαύνοι και Σάτυροι: τα πλάσματα - καθρέφτες της πρωταρχικής ανθρώπινης φύσης στη μυθολογία

NORMAN MILLS PRICE (American, 1877-1951), "The Great God Pan"

NORMAN MILLS PRICE (American, 1877-1951), "The Great God Pan"

Ένα από τα πιο διαδεδομένα πλάσματα στη μυθολογία και τη λογοτεχνία –του φανταστικού και όχι μόνο- είναι το είδος του Σατύρου ή του Φαύνου (η εξελληνισμένη εκδοχή του λατινικού Faunus, σήμερα του αγγλικού Faun). Κοντά σε αυτούς μνημονεύεται και το όνομα των Σειληνών, οι οποίοι, αν και διαφορετικά πλάσματα από τους Σάτυρους, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και κυρίως, παρόμοια λειτουργία. Πρακτικά, όταν μιλάμε για Σάτυρους ή για Φαύνους εννοούμε οποιοδήποτε πλάσμα το οποίο έχει τραγοειδή χαρακτηριστικά: έχει πόδια τράγου με οπλές, είναι καλυμμένος με τρίχες κατσίκας κυρίως από τη μέση και κάτω, έχει μικρά κέρατα κατσικιού κι επίσης, το γνωστό μουσάκι που έχουν οι τράγοι και που στα αγγλικά αποκαλείται goatee. Οι Σειληνοί έχουν ακριβώς την ίδια φιλοσοφία στη σύλληψή τους, με τη διαφορά πως, ενώ οι Σάτυροι και οι Φαύνοι είναι μισοί άνθρωποι και μισοί τράγοι, οι Σειληνοί είναι μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα –σαν κένταυροι με δύο πόδια, αντί τέσσερα. Κατά κύριο λόγο είναι χθόνιες θεότητες, που συμβολίζουν ό,τι συμβολίζει μια χθόνια θεότητα: τη γονιμότητα, την αναπαραγωγή, τη σεξουαλικότητα, και παράλληλα τη χαρά, το κέφι, το τραγούδι, το γλέντι και τη μέθη. Σάτυροι και Σειληνοί είναι οι κατεξοχήν σύντροφοι του θεού Διονύσου (μαζί με τις Μαινάδες) και είναι αυτοί που τον συνοδεύουν παίζοντας τους αυλούς και τις λύρες τους.

Ο πρώτος που κάνει μνεία στους Σάτυρους και στους Σειληνούς είναι ο Ησίοδος στη Θεογονία, που όμως δεν αναφέρει πολλές λεπτομέρειες, πέρα από κάποιους χαρακτηρισμούς. Η διάδοση και η επικράτηση των Σατύρων στην αρχαιοελληνική συνείδηση ήρθε αργότερα, με τις διονυσιακές γιορτές και τους διθυράμβους, που εξελίχθηκαν αργότερα στην αρχαιοελληνική τραγωδία –που ετυμολογικά προέρχεται από το «επί τράγου ωδή» και κυρίως το σατυρικό δράμα (μια πιο ελαφριά και αστεία θεατρική παράσταση). Οι μύθοι που ξεπήδησαν από αυτή την άνθηση του «τραγικού» πνεύματος, σχετικά με τους Σάτυρους είναι πολλοί και υπάρχουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς (όπως ο Νίκανδρος και ο Απολλόδωρος) που μας παραθέτουν κάποιους από αυτούς.

Ένας μύθος θέλει την Αμυμώνη, μια από της Δαναΐδες που εγκαταστάθηκαν από την Αίγυπτο στο Άργος, να χάνεται και να δέχεται επίθεση από ένα Σάτυρο. Ο Σάτυρος κυνηγάει την Αμυμώνη στην περιοχή της Αργολίδας με ερωτικές διαθέσεις, όμως για καλή της τύχη, ο θεός Ποσειδώνας τη βλέπει και τη σώζει. Γοητευμένος από την ομορφιά της, ο Ποσειδώνας της δείχνει τις κρυφές πηγές της Λέρνας, τερματίζοντας την παρατεταμένη ξηρασία και από την ένωση των δύο γεννιέται ο Ναύπλιος (από τον οποίο πήρε το όνομα και η ομώνυμη πόλη). Ένας άλλος μύθος θέλει τον Σάτυρο Μαρσύα να βάζει ένα στοίχημα με τον θεό Απόλλωνα για το ποιος κατέχει καλύτερα την τέχνη της μουσικής. Ο Απόλλωνας με τη λύρα του και ο Μαρσύας με τον φρυγικό αυλό του διαγωνίζονται και οι κριτές ανέδειξαν νικητή τον Απόλλωνα, ο οποίος τιμώρησε για την ύβρη του τον Μαρσύα, δένοντας τον πάνω σε ένα πεύκο και γδέρνοντάς τον. Στον τελευταίο μύθο υπάρχει μια παραλλαγή: διαγωνιζόμενοι δεν ήταν ο Απόλλωνας και ο Μαρσύας, αλλά ο Απόλλωνας και ο θεός Πάνας, με κριτές τον Τμώλο και τον Μίδα. Ο Απόλλωνας κέρδισε τον διαγωνισμό, παρά το γεγονός πως ο Μίδας ψήφισε υπέρ του Πάνα, και για τιμωρία του, ο Απόλλωνας έκανε τα αυτιά του Μίδα γαϊδουρινά!

Art by Brian Froud

Art by Brian Froud

Χαρακτηριστικότερη περίπτωση, αν και τεχνικά δεν είναι Σάτυρος, είναι αυτή του θεού Πάνα. Επίσης τραγοπόδαρος θεός με κέρατα κατσίκας, επίσης σύντροφος του Διονύσου, επίσης χθόνια θεότητα που συνδυάζεται με τη μουσική, το κέφι, τον χορό, το τραγούδι, τη μέθη και τη διασκέδαση. Θεότητα της άγριας φύσης και προστάτης των ζώων, ο Παν έδωσε το όνομά του στην «πανίδα» αλλά και στον «πανικό», όταν στη μάχη του Μαραθώνα (σύμφωνα με την παράδοση) βοήθησε τους Έλληνες φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του, κάτι που έκανε τους Πέρσες να πανικοβληθούν. Από τους ωραιότερους μύθους ήταν η σχέση του με τη νύμφη Σύριγγα. Όπως κάθε Σάτυρος που σέβεται τον εαυτό του, ο Πάνας κυνήγησε τη νύμφη Σύριγγα επειδή την ερωτεύτηκε. Προκειμένου να γλιτώσει από την ερωτική μανία του θεού, η Σύριγξ μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Έτσι, ο Πάνας έκοψε από την καλαμιά ανόμοια κομμάτια, ενώνοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο, φτιάχνοντας το μουσικό όργανο που πήρε το όνομα από τη νύμφη.

Αντίστοιχα, στη ρωμαϊκή παράδοση και κουλτούρα, υπήρχε ο Faunus, μια υποδεέστερη θεότητα της βλάστησης και της αναπαραγωγής, ο οποίος στην interpretatio Greca συνδέθηκε με τη λατρεία του Πάνα. Όπως και ο Πάνας, είχε ακόλουθους, ήταν προστάτης των ζώων (από τον Faunus προέρχεται η αγγλική λέξη για την πανίδα, fauna), αλλά και των ανθρώπων, και υπήρξε ακόλουθος του Διόνυσου. Οι κύριες διαφορές του με τον Πάνα προέρχονται κυρίως από το ρωμαϊκό του υπόβαθρο: στην Αινειάδα του, ο Βιργίλιος αναφέρει πως ο Faunus ήταν ένας από τους μυθικούς προπάτορες των Λατίνων, εγγονός του Saturnus (ρωμαϊκή εκδοχή του Κρόνου), γιος του Picus και πατέρας του Latinus. Η δεύτερη και ίσως σημαντικότερη διαφορά είναι η σύνδεση του Faunus με οράματα, προφητείες και μελλοντικές προβλέψεις, ενσωματώνοντας πιθανώς ιδιότητες δρυϊδισμού. Ο Varro, αναφέρει στη Lingua Latina πως, μετά τον θάνατό του, ο Faubus λατρευόταν υπό το όνομα Fatuus (εκ του λατινικού fatum που σημαίνει μοίρα) και έδινε προφητείες στο ιερό του άλσος στο Tibur –το σημερινό Tivoli.

Με την έλευση του Χριστιανισμού, για προφανείς λόγους, η παγανιστική αυτή λατρεία δαιμονοποιήθηκε. Η παγανιστική αυτή εκδοχή της μυθολογίας έμεινε στο περιθώριο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, μέχρι που η αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας, από την Αναγέννηση και πέρα, επανέφερε στο προσκήνιο τους μύθους για τους Σατύρους και τους Φαύνους.

Η απεικόνιση των Σάτυρων στη νεώτερη και σύγχρονη τέχνη ήρθε σχετικά αργά και συνδυάστηκε με το κίνημα των «καταραμένων ποιητών» (Les poètes maudits). Οι Σάτυροι και οι Φαύνοι επέστρεψαν ως σύμβολα μιας αρχέγονης, πρωτόγονης –ίσως αυθεντικότερης- σεξουαλικότητας και ερωτισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ποίημα του Stephane Mallarmé L'après-midi d'un faune (Το Απόγευμα του Φαύνου), στο οποίο περιγράφει την αντίθεση μεταξύ της ομορφιάς και της γλυκύτητας των Νυμφών και των Ναϊάδων, και της πιο ζωώδους και ενστικτώδους φύσης του Φαύνου, ο οποίος τις κυνηγάει μέσα στο δάσος με τη μουσική και τον αυλό του. Το ποίημα αυτό έχει εμπνεύσει αρκετούς καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα ένα ομότιτλο ποίημα του William Faulkner (το οποίο είναι το πρώτο κείμενο που δημοσίευσε σε ηλικία μόλις 21 ετών), τους πίνακες του William-Adolphe Bouguereau και του Cabanel, ένα ομότιτλο πρελούδιο του Claude Debussy κι ένα επίσης ομότιτλο μπαλέτο του Nijinsky, ο οποίος χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο πρελούδιο που βασίστηκε στο ποίημα του Mallarmé.

Στη λογοτεχνία του φανταστικού, πιο ειδικά, οι Σάτυροι και οι Φαύνοι είναι μάλλον αναξιοποίητοι –παρά την περίφημη έκφραση του Oscar Wilde σχετικά με την Τέχνη: «Οι Δρυάδες κρυφοκοιτάζουν μέσα από τα χαμόκλαδα καθώς διαβαίνει και οι Φαύνοι παράξενα της χαμογελούν καθώς τους πλησιάζει. Γερακοπρόσωπους θεούς έχει να τη λατρεύουν και Κένταυρους στο πλάι της να καλπάζουν».

Art source here

Art source here

Ο πιο γνωστός από αυτούς είναι ο κύριος Tumnus, στα Χρονικά της Νάρνια του C.S. Lewis. Ο Lewis δίνει στον ήρωά του κάποια από τα χαρακτηριστικά των Φαύνων, κυρίως τη βουκολική τους διάσταση, το ταλέντο στον αυλό και τη μουσική και φυσικά, την τραγοειδή τους εμφάνιση. Όμως ο Lewis δεν δίνει στον χαρακτήρα του τη σκοτεινή πλευρά αυτών των θεοτήτων, προφανώς γιατί τα βιβλία στοχεύουν σε παιδικό ακροατήριο, κάτι το οποίο δίνει κάποιες απαντήσεις στους λόγους για τους οποίους αποφεύγεται η χρήση των Σατύρων. Ένα βιβλίο, λ.χ The Lord of the Rings, το οποίο εκφράζει τα ιπποτικά/ρομαντικά ιδεώδη (π.χ. στον έρωτα Aragorn-Arwen), δύσκολα θα μπορούσε να εντάξει στην αφήγησή του τη σκληρότητα αυτών των χαρακτήρων, ενώ ένα άλλο λ.χ. το A Game of Thrones, επιτυγχάνει την ωμότητα με τη ρεαλιστική ανθρωποκεντρική αφήγηση. Όταν λοιπόν οι Φαύνοι μπαίνουν στη λογοτεχνία του φανταστικού –ένα άλλο παράδειγμα είναι τα βιβλία του Percy Jackson and the Olympians και ο χαρακτήρας του Grover που είναι φίλος και προστάτης του Percy- αυτοί μπαίνουν με πολύ διαφορετικά στοιχεία, από αυτά που προέταξε η παγανιστική μυθολογία.

Εκεί που η λογοτεχνία σιωπά, όχι άδικα, το gaming αναλαμβάνει τα ηνία και φέρνει στο προσκήνιο τους Σάτυρους και τους Φαύνους. Στο σύμπαν του Dungeons and Dragons, οι Σάτυροι είναι μία από τις πρώτες φυλές του Feywild (ήδη από την πρώτη έκδοση, πριν ακόμα δοθεί όνομα στο ίδιο το Feywild ή Plane of Faerie), της χώρας των ξωτικών, και παρουσιάζονται ακριβώς όπως τους έχουμε παρουσιάσει ως τώρα: είναι μισοί τράγοι και μισοί άνθρωποι, αγαπούν το γλέντι, τη μουσική, τον χορό και το ποτό και γυρίζουν σε όλη την επικράτεια σε αναζήτηση εμπειριών. Είναι φιλικοί σε γενικές γραμμές, και βλέπουν τους ανθρώπους ως πιθανούς συντρόφους στο ποτό. Ζούνε σε μικρά clans και μένουν κοντά σε δάση, σε αρμονία με τη φύση τους

Κι ενώ το D&D προβάλλει την καλή πλευρά των Σατύρων, το World of Warcraft προβάλλει τη χειρότερη. Στην ιστορία του Azeroth, οι Σάτυροι ήταν αρχικά Night Elves που έχουν διαφθαρεί από δαιμονικές ενέργειες. O αρχηγός και προπάτορας όλης της φυλής, ο Xavius συμμάχησε πρώτα με τον Sargeras (τον έκπτωτο τιτάνα και αρχηγό των δαιμόνων) και έπειτα βρέθηκε υπό την επιρροή των Παλαιών Θεών (κάτι υπερφυσικά πλάσματα Lovercraftιανής σύλληψης και έμπνευσης). Οι Σάτυροι στο World of Warcraft δεν είναι οι φιλικοί γλεντοκόποι του Dungeons and Dragons, αλλά κακοί και μοχθηροί, με κύρια δράση τους τη μετατροπή του Emerald Dream (φανταστείτε το κάτι σαν Παράδεισο για δρυΐδες) σε Emerald Nightmare.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο Pans Labyrinth, την ταινία του 2006 σε σκηνοθεσία του Guillermo Del Toro. Ενώ όλες οι προηγούμενες περιγραφές είχαν κάποια σχέση με το μυθολογικό αρχετυπικό, ο Del Torro αποφάσισε να εφεύρει τον δικό του Φαύνο από την αρχή με εντελώς νέα μυθολογία. Εν συντομία, ο Φαύνος του Del Torro είναι λίγο πιο τερατόμορφος και πιο μαγικός από το συνηθισμένο και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας βάζει δοκιμασίες στην πρωταγωνίστριά μας, τη μικρή Οφηλία, προκειμένου να αποδείξει πως είναι η πριγκίπισσα του μυθικού υπόγειου βασιλείου. Στην ταινία ο συμβολισμός μπερδεύεται με το μυθικό και το φανταστικό στοιχείο, οι γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας χάνονται, καθώς παράλληλα με την αποστολή του Φαύνου, βλέπουμε τη σκληρότητα του ισπανικού καθεστώτος του Φράνκο και της αντίστασης.

Κλείνοντας αυτό το άρθρο, θα λέγαμε πως οι Φαύνοι και οι Σάτυροι έχουν μια φωτεινή πλευρά και μια σκοτεινή, μια φιλική και μια επικίνδυνη πτυχή. Ορισμένες φορές είναι χαρούμενοι και γλεντοκόποι, άλλες φορές επικίνδυνοι. Συμβολίζοντας με τον καλύτερο τρόπο το ανθρώπινο ένστικτο, αυτήν την πρωτόγονη και άγρια πλευρά του ανθρώπου, οι Σάτυροι στο τέλος είναι ένας καθρέφτης για το ζωώδες πρόσωπό μας. Μπορεί να είναι βοηθητικό, μπορεί το ένστικτο να προάγει την ίδια τη ζωή και την επιβίωση, όμως όταν παραμένει ανεξέλεγκτο, τότε μπορεί να αποβεί καταστροφικό και επικίνδυνο. Πίσω από τους Σάτυρους υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφία, που πρώτος εντόπισε ο Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche. Στον διαχωρισμό της Τέχνης σε Απολλώνια και σε Διονυσιακή, ο Nietzsche καταφάσκει πως οι Σάτυροι και οι Σειληνοί (οι ακόλουθοι του Διόνυσου), κατέχουν μια αλήθεια. Ο Σειληνός στο έργο του Πλουτάρχου λέει: «Φυλή εφήμερη και άθλια, τέκνο της τύχης και του μόχθου, τι μ’ αναγκάζεις να σου πω, αυτό που θα ‘ταν καλύτερο για σένα να μην είχες μάθει ποτέ; Το καλύτερο για σένα είναι απολύτως αδύνατον: είναι να μην είχες γεννηθεί, να μην είσαι, να ‘σαι το τίποτε! Το δεύτερο καλύτερο για σένα είναι να πεθάνεις γρήγορα». Αυτή είναι η φύση των Σατύρων και των Φαύνων: να νιώθουν τη μεγαλύτερη ματαίωση του κόσμου, να χάνονται κυριολεκτικά κάτω από το βάρος του, να ενώνονται με την πρωταρχική ουσία του όντος, και παρόλα αυτά να παραμένουν χαρούμενοι και εύθυμοι, να κρατιούνται από το ένστικτο τους, να βρίσκουν τη χαρά μέσα στη λύπη, την ευχαρίστηση μέσα στον πόνο και εν τέλει, την ίδια τη ζωή μέσα στον θάνατο.

 

Βιβλιογραφία:

Hesiod, The Homeric Hymns and Homerica Theogony, trans. Hugh G. Evelyn-White Cambridge, MA.,Harvard University Press; London, 1914.

Apollodorus, The Library, trans. Sir James George Frazer, Cambridge, MA, Harvard University Press; London, 1921

Nietzsche Friedrich, Η Γέννηση της τραγωδίας, μτφ. Χρήστος Μαρσέλλος, εκδ «Εστία» Ι.Δ. Κολλάρου, Αθήνα, 2009.

Plutarch, Moralia, Gregorius N. Bernardakis, Leipzig, Teubner, 1888

Vergil, Aeneid, trans.Theodore C. Williams, Boston. Houghton Mifflin Co. 1910

Varro, On the Latin Language, trans. R.G.Kent, Cambridge MA, Harvard University Press, 1938

Augustine, The City of God against the Pagans, Translation by R. W. Dyson. New York : Cambridge University Press, 1998.

Wilde Oscar, «The Decay of Lying», στο The Collected works of Oscar Wilde, Wordsworth editions, U.K, 2007

Lewis C.S, The Chronicles of Narnia: The Lion, the Witch and the Wardrobe, U.K, Geoffrey Bles, 1950.

Riordan Rick, The Lightning Thief, U.S.A, Puffin Books, 2005.

https://fr.wikisource.org/wiki/Po%C3%A9sies_(Mallarm%C3%A9,_1914,_8e_%C3%A9d.)/L%E2%80%99Apr%C3%A8s-Midi_d%E2%80%99un_faune

http://louisdanielbrodsky.com/documents/Faulkner-StudiesinBibliography1980-Brodsky.pdf

http://www.imdb.com/title/tt0457430/

http://forgottenrealms.wikia.com/wiki/Satyr

https://wow.gamepedia.com/Satyr

Guest Post

Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε στις 12/01/1988 στη Θεσσαλονίκη και διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι η Μεταφυσική, η Αισθητική και η Φιλοσοφία της Τέχνης. Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα: «Το Φως και το Σκοτάδι» (Ποίηση, Nova-Atlantis, 2010), «Ο Ποιητής και το Φεγγάρι» (Ποίηση, I-Write, 2012), «Τα Μάτια της Aelun (Ποίηση, Οδός Πανός, 2016) και «Το Παρελθόν Ενός Συγγραφέα» (Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πηγή, 2016). Έχει βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχει δημοσιεύσει ποιήματά του σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά.