Ιστορίες των ιθαγενών της Αμερικής για τα χρώματα του φθινοπώρου

Καθώς ο χρόνος φτάνει μοιραία στο τέλος του, το φθινόπωρο κάνει την εμφάνισή του. Είναι ο κατάλληλος καιρός για λίγη ζεστασιά δίπλα στο τζάκι, με τη μυρωδιά του ξύλου και το τριζοβόλημα της φωτιάς, η ώρα για ένα καλό βιβλίο και μια κουβέρτα, ίσως και μια κουνιστή πολυθρόνα ή μια μπερζέρα αν είμαστε πιο παραδοσιακοί, όμως για τον κόσμο της φύσης το φθινόπωρο μεταφράζεται σε άλικα και πορφυρά φύλλα, κίτρινα και χρυσαφιά σαν τα στάχια του καλοκαιριού. Η επιστήμη έχει δώσει απάντηση στην αλλαγή αυτή των χρωμάτων, με τη χλωροφύλλη των φύλλων να δίνει τα θέση της σε άλλες χρωστικές που προσφέρουν στα δέντρα νέες φορεσιές, όμως στο πέρασμα του χρόνου ο άνθρωπος προβληματίστηκε κοιτάζοντας τα δάση και τα λαγκάδια και δημιούργησε διάφορες άλλες απαντήσεις, όταν ακόμα η επιστήμη ήταν αγέννητη. Στο άρθρο αυτό θα δούμε μερικές κλασικές ιστορίες των Ιθαγενών κατοίκων της βόρειας Αμερικής που προσπάθησαν να εξηγήσουν το πανέμορφο αυτό θέαμα που έχουμε την ευχαρίστηση να παρακολουθούμε κάθε χρόνο, όταν οι κρύοι αέρηδες αρχίζουν να κατεβαίνουν από τα βόρεια και τα κλαδιά των δέντρων αρχίζουν να χορεύουν και να τραγουδάνε το πένθιμο τραγούδι τους.

Ο θρύλος της αρκούδας και των γενναίων ανδρών

Σύμφωνα με τη φυλή των Ιροκουά (Iroquois ή Haudenosaunee) κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ένας κυνηγός εντόπισε στο δάσος τα χνάρια μιας μεγάλης καφετιάς αρκούδας. Τα ίχνη από τα πέλματα ήταν τεράστια και βυθίζονταν βαθιά στο χιονισμένο έδαφος και τους παγωμένους κρυστάλλους της πρωινής υγρασίας. Τα ίχνη και το μέγεθός τους τράβηξαν την προσοχή του άντρα. Επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ίδια διαδρομή εντόπιζε όλο και περισσότερα χνάρια, όλα μεγάλα και δυσοίωνα. Πολλά από αυτά ανακαλύπτονταν κοντά στο χωριό του, γύρω από τις σκηνές και τις καλύβες, κοντά στους κατοίκους και τα ζωντανά στο κοτέτσι και το παχνί. Σταδιακά τα οικόσιτα ζώα άρχισαν να εξαφανίζονται και, μετά από συζήτηση με τους άλλους άντρες της φυλής, αποφασίστηκε πως υπεύθυνη για το χαμό τους ήταν η γιγάντια αρκούδα.

Η πείνα δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα των χωρικών. Η κύρια πηγή τροφής είχε χαθεί και έτσι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εξοντώσουν την αρκούδα. Μια χούφτα γενναίων πολεμιστών στάλθηκε ξοπίσω της, αναζητώντας και ακολουθώντας τα φρέσκα ίχνη, όμως δεν κατάφεραν ούτε να την εντοπίσουν ούτε να την σκοτώσουν. Μετά από μέρες συνεχόμενης καταδίωξης οι νεαροί πολεμιστές άκουσαν την αρκούδα να περπατάει στο νοτισμένο έδαφος του δάσους και να τρίβεται σε κοφτερά βράχια. Κρύφτηκαν πίσω από κορμούς πανύψηλων πεύκων και σημύδων και τέντωσαν τα τόξα τους. Τα βέλη ήταν κοφτερά και θανάσιμα όμως όταν οι αιχμές τους βρήκαν την αρκούδα, δεν κατάφεραν να διαπεράσουν τη χοντρή της γούνα. Οργισμένο το θηρίο ρίχτηκε πάνω τους και με τα κοφτερά της νύχια σκότωσε τους περισσότερους πολεμιστές, αφήνοντας από τύχη τους τραυματισμένους να επιστρέψουν κακήν κακώς πίσω στο χωριό τους και στο θάνατο που τους περίμενε από την ασιτία.

Η πείνα οδηγεί συχνά στην τρέλα, και σύντομα περισσότεροι άντρες δοκίμασαν κι εκείνοι την τύχη τους. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε ξανά και ξανά, όμως κανένα πολεμικό απόσπασμα δεν κατάφερε να εξοντώσει το θηρίο. Κάθε βράδυ η αρκούδα λυμαινόταν την περιοχή γύρω από το χωριό πλησιάζοντας όλο και περισσότερο, εξοντώνοντας τα ζωντανά που είχαν μέχρι τότε γλιτώσει και επιβεβαιώνοντας ότι αυτή η χρονιά θα ήταν η τελευταία για τη φυλή.

Τότε όμως συνέβη κάτι αναπάντεχο και όλα άλλαξαν. Ένα βράδυ τρία αδέρφια είδαν το ίδιο ακριβώς όνειρο. Και το ίδιο όνειρο επαναλήφθηκε σαν όραμα για δύο ακόμα βράδια, μέχρι που τελικά κουβέντιασαν μεταξύ τους και κατάλαβαν ότι κάτι εξωπραγματικό πρέπει να συνέβαινε. Στο όνειρο αυτό, οι τρεις τους σκότωναν την αρκούδα και απάλλασσαν οριστικά το χωριό από τον κίνδυνό της. Το όραμα πρέπει να προερχόταν απευθείας από τους θεούς, έτσι τα τρία αδέρφια, ατσαλωμένα με τη γνώση ότι οι θεοί βρίσκονταν στο πλευρό τους και με τις μοίρες των δικών τους να κρέμονται από τις δικές τους τύχες, οπλίστηκαν με τόξα, βέλη και κοφτερά μαχαίρια και έφυγαν για να κυνηγήσουν την αρκούδα για μια τελευταία φορά.

Ακολούθησαν τα ίχνη για μέρες, ταξιδεύοντας τόσο μακριά που έφτασαν στην άκρη του κόσμου. Εκεί είδαν την αρκούδα να το σκάζει, να υψώνεται ψηλά και να ανεβαίνει στους ουρανούς στροβιλιζόμενη σαν να ήταν κανένα μικρό φυλλαράκι του δάσους. Τα τρία αδέρφια δεν μπορούσαν παρά να την ακολουθήσουν και έτσι σηκώθηκαν και πέταξαν ψηλά στον νεφελώδη ουρανό.

Ακόμα και σήμερα κάποιος μπορεί να τους δει να κυνηγάνε την αρκούδα στο νυχτερινό ουρανό. Όταν το φθινόπωρο πλησιάζει και η αρκούδα ετοιμάζεται για τη χειμερία νάρκη της, όταν οι παγωμένοι αέρηδες αρχίζουν να φυσάνε στο βορρά και το κρύο σε περονιάζει μέχρι το κόκαλο, οι τρεις κυνηγοί την πλησιάζουν και βυθίζουν τα βέλη τους στην μαλακή κοιλιά της. Οι σταγόνες του αίματος πέφτουν από τον ουρανό και βάφουν στα πορφυρά τους χρώματα τα φύλλα των δέντρων. Αλλά τα βέλη των πολεμιστών δεν σκοτώνουν την αρκούδα. Μπορεί να την αποδυναμώνουν όμως το σκάει και οι πληγές της την καθιστούν αόρατη για κάποια περίοδο. Κάθε άνοιξη εκείνη ξυπνάει ξανά, πεινασμένη και άγρια. Τότε εμφανίζεται ξανά στον ουρανό με τη μορφή της Μεγάλης Άρκτου και οι τρεις νέοι πολεμιστές αρχίζουν πάλι την καταδίωξη.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή της ιστορίας, οι τρεις πολεμιστές καταφέρνουν και εξοντώνουν την αρκούδα πριν εκείνη καταφέρει να ανέβει στον ουρανό. Το σώμα της διαμελίζεται και διασκορπίζεται στα πέρατα της γης. Το αίμα της βάφει κι εδώ τα φύλλα κι εκείνα γίνονται πορφυρά και άλικα, όμως τα διαμελισμένα κομμάτια της γίνονται αστερισμοί στον ουράνιο θόλο, χαρίζοντας έτσι μια μορφή αθανασίας στο άγριο ζώο.

Ο Σπουργίτης και το Πεύκο

Ο παρακάτω θρύλος έρχεται από τη φυλή των Τσερόκι (Cherokee). Πολύ καιρό πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, τα ζώα και τα πουλιά μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους, όπως περίπου τα ανθρώπινα όντα. Αρμονία και ειρήνη διαφέντευαν τον κόσμο και λίγες ήταν οι αλλαγές και οι προκλήσεις. Κάθε χρόνο, όταν ο χειμώνας βρισκόταν προ των πυλών, τα πουλιά μετανάστευαν για τον μακρινό νότο και τα θερμότερα κλίματα.

Κάποια χρονιά ο Σπουργίτης τραυματίστηκε και δεν κατάφερε να πετάξει νότια με την έλευση του χειμώνα. Η οικογένειά του θα πάγωνε από το κρύο εξαιτίας του, οπότε τους έδιωξε για την ασφάλεια του νότου και μονάχος του πλέον άρχισε να ψάχνει κάποιο καταφύγιο για τον ίδιο.

Art source here

Art source here

Με δυσκολία πέταξε μέχρι την αρχοντική Βελανιδιά και ζήτησε καταφύγιο από το τεράστιο δέντρο με τα χοντρά κλαδιά. Η Βελανιδιά δεν ήθελε κάποιος να χρησιμοποιήσει τα κλαδιά και τα φύλλα της σαν καταφύγιο και έτσι έδιωξε τον Σπουργίτη να βρει αλλού καταφύγιο για τον χειμώνα. Εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή και έτσι πέταξε ξανά με δυσκολία μέχρι τον επιβλητικό Σφένδαμο όμως κι εκεί δεν έτυχε καλύτερης υποδοχής. Με τα πολλά, πέταξε από το ένα δέντρο στο άλλο παίρνοντας συνεχώς την ίδια απάντηση: Κανείς δεν ήθελε να του προσφέρει καταφύγιο. Τελευταία του ελπίδα ήταν το Πεύκο. Πέταξε ιδροκοπώντας αδύναμος μέχρι εκεί και κάθισε στα κλαδιά του δέντρου. Το Πεύκο δεν ήταν δημοφιλές μεταξύ των δέντρων επειδή τα κλαδιά του ήταν αιχμηρά σαν βελόνες και το ρετσίνι του κολλούσε, όμως δέχτηκε ευγενικά τον Σπουργίτη για να ξαποστάσει.

Ο καιρός πέρασε και ο Σπουργίτης κατάφερε να ανακάμψει από τον τραυματισμό του στην ασφάλεια του Πεύκου. Ο χειμώνας έφυγε και ήρθε η άνοιξη, και μαζί της και η υπόλοιπη οικογένειά του Σπουργίτη που είχε καιρό να δει. Ο Δημιουργός του κόσμου παρακολουθούσε όλον αυτόν τον καιρό από την κατοικία του στους ουρανούς όλη την ιστορία και τελικά σκέφτηκε να καλέσει σε μια συνάντηση όλα τα ζώα και τα φυτά του δάσους από την οποία κανένας δεν μπορούσε να λείπει. Έτσι και έγινε. Όταν όλοι είχαν συγκεντρωθεί, ο Δημιουργός στράφηκε προς τη μεριά των δέντρων που είχαν αρνηθεί τη βοήθεια στο Σπουργίτη και τα καταράστηκε να βλέπουν τα φύλλα τους να κιτρινίζουν, να μαραίνονται και τελικά να τα χάνουν κάθε χειμώνα λόγο έλλειψης φιλοξενίας. Το Πεύκο μπορεί να είχε λίγα να δώσει, όμως τα πρόσφερε στον Σπουργίτη, και έτσι του δόθηκε η χάρη να μπορεί να κρατάει τα κοφτερά του φύλλα καταπράσινα ολόκληρο το χρόνο ανεξάρτητα της εποχής.

Το ουράνιο τόξο και τα φθινοπωρινά φύλλα

Κάποτε, πριν οι Ινδιάνοι φτάσουν στην Αμερικανική ήπειρο, τα πουλιά και τα ζώα έκαναν κάθε χρόνο συμβούλιο την εποχή του μεσοκαλόκαιρου. Εκεί κουβέντιαζαν ό,τι θέματα είχαν προκύψει την προηγούμενη χρονιά, όμως το πιο πολυσυζητημένο θέμα κάθε χρόνο ήταν ο ουρανός, και τι ακριβώς βρισκόταν εκεί ψηλά. Κανείς δεν γνώριζε ποια χώρα απλωνόταν ψηλά στα γκρίζα και λευκά σύννεφα· ακόμα και η Χελώνα που ήταν η σοφότερη όλων αγνοούσε την απάντηση. Μια μέρα προσευχήθηκε στον Θεό του Κεραυνού να τη μεταφέρει ψηλά ώστε να λύσει την απορία όλων, έτσι κι έγινε. Μια βροντή ακούστηκε ξαφνικά από το πουθενά και η Χελώνα εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Τα ζώα και τα φυτά κοίταξαν τριγύρω αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Είχε ήδη βραδιάσει όταν την είδαν στο στερέωμα να τους κοιτάζει από ψηλά, πάνω από ένα Μαύρο Σύννεφο. Η Χελώνα ευχαριστήθηκε με τη νέα της θέση και θέλησε να μείνει για πάντα στον ουρανό στέλνοντας πίσω στη γη μονάχα τους απογόνους της. Το Μαύρο Σύννεφο δέχτηκε την πρόταση και κάθε χρόνο η Χελώνα επέστρεφε για το συμβούλιο στη γη, και μετά ανέβαινε πάλι στον ουρανό και την ψηλή της κατοικία.

Οι καιροί περνούσαν και μια φήμη για νέα πλάσματα από μακριά άρχισαν να διασπείρονται ανάμεσα σε φυτά και ζώα. Φήμες για πλάσματα που έρχονταν να καταπατήσουν τη γη τους. Πλάσματα που περπατούσαν στα δύο τους άκρα και έρχονταν σε μεγάλες ομάδες. Όλοι σκέφτονταν πόσο τυχερή ήταν η Χελώνα, ασφαλής στην ουράνια της κατοικία. Όλοι ήθελαν να ζήσουν εκεί, όμως κανείς δεν γνώριζε το δρόμο γιατί η Χελώνα το κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό. Έτσι η απορία όλων γιγαντωνόταν διαρκώς· απλωνόταν και ξεχείλιζε σαν αφρισμένο ποτάμι.

Μια μέρα το Ελάφι σουλατσάριζε στο δάσος όταν συνάντησε το Ουράνιο Τόξο. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να εκφράσει τον πόθο του να βρεθεί ψηλά στον ουρανό. Το Ουράνιο Τόξο τού υποσχέθηκε ότι τον χειμώνα θα μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία του, αρκεί να έκανε υπομονή μέχρι τότε.

Ο καιρός πέρασε, ο χειμώνας ήρθε και έφυγε όμως το Ελάφι δεν κατάφερε να συναντήσει το Ουράνιο Τόξο. Τελικά, όταν έφτασε το καλοκαίρι και οι μέρες μεγάλωσαν, το συνάντησε δίπλα από μία λίμνη να λαμπυρίζει στην αχλή του νερού. Παραπονέθηκε τότε ότι το Ουράνιο Τόξο είχε λησμονήσει την υπόσχεση που έδωσε, όμως εκείνο υποσχέθηκε εκ νέου ότι αν ερχόταν το φθινόπωρο στο ίδιο μέρος, θα του έκανε επιτέλους τη χάρη και θα το μετέφερε ψηλά στον ουρανό. Το φθινόπωρο ήρθε, και μαζί του ήρθε κι η ομίχλη. Το Ελάφι έφτασε χοροπηδώντας δίπλα στη λίμνη και ευτυχισμένο είδε επιτέλους το Ουράνιο Τόξο να το περιμένει όπως ήταν η συμφωνία. Ακολούθησε σκαρφαλώνοντας το πολύχρωμο μονοπάτι και γρήγορα έφτασε ψηλά στο ουράνιο στερέωμα όπου συνάντησε τη Χελώνα να λιάζεται και να απολαμβάνει την ηρεμία της. Η γη εκεί ήταν όμορφη και το Ελάφι αποφάσισε να μιμηθεί τη Χελώνα και να εγκατασταθεί μόνιμα.

Art source here

Art source here

Ο καιρός πέρασε και όταν ήρθε ξανά η εποχή για το συμβούλιο των ζώων το Ελάφι έλειπε. Τα ζώα ήθελαν τη συμβουλή του όμως εκείνο δεν φάνηκε και η απουσία του έγινε αισθητή. Το αναζήτησαν παντού, έψαξαν κάθε λόχμη, χαράδρα και ερημότοπο, αλλά όταν έφτασε η Χελώνα, τους είπε ότι το Ελάφι βρισκόταν στον ουρανό έχοντας ταξιδέψει με τη βοήθεια του Ουράνιου Τόξου. Τα ζώα θύμωσαν και περισσότερο απ’ όλα η Αρκούδα που δεν φοβόταν το Ελάφι. Ο καιρός κύλησε και συμφώνησαν να ακολουθήσουν όλοι το παράδειγμα του Ελαφιού. Είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται περίεργα πλάσματα που λέγονταν Άνθρωποι και καταπατούσαν τα εδάφη των ζώων. Κανείς δεν ήταν ασφαλής στη γη. Μόνο ο ουρανός προσέφερε σιγουριά. Έτσι λοιπόν, όταν έφτασε το φθινόπωρο, τα ζώα συγκεντρώθηκαν μπροστά στο Ουράνιο Τόξο με σκοπό να ταξιδέψουν ψηλά στον ουρανό.

Πρώτη ανέβηκε στο κακοτράχαλο μονοπάτι η Αρκούδα αλλά το Ελάφι ήρθε με σκοπό να παλέψει. Η παραμονή του στον ουρανό το είχε δυναμώσει, αλλά η Αρκούδα που συνήθως το νικούσε στη γη δεν φοβήθηκε και άρχισαν να παλεύουν. Η μάχη κράτησε ώρα και τα ζώα κρατούσαν όλα την αναπνοή τους γιατί δεν ήθελαν να δούνε κανέναν να πεθαίνει. Έστειλαν το Λύκο που ήταν ισχυρός να σταματήσει τη μάχη και πράγματι η Αρκούδα και το Ελάφι αποσύρθηκαν για να γιατρέψουν τις πληγές τους. Τα ζώα μονιασμένα τώρα ανέβηκαν το πολύχρωμο μονοπάτι προς τον ουρανό, και υποσχέθηκαν να στέλνουν, όπως η Χελώνα, τους απογόνους τους κάτω στη γη. Ακόμα κατοικούν εκεί ψηλά και μερικές φορές όταν το Μαύρο Σύννεφο είναι μακριά μπορεί κανείς να τα δει να τρέχουν και να πηδάνε στα ουράνια.

Η μάχη, βέβαια, είχε το τίμημά της. Το Ελάφι κατάφερε με τα κέρατά του να τρυπήσει την Αρκούδα και εκείνη με τα νύχια της να τραυματίσει τα πλευρά του, και έτσι το αίμα τους χύθηκε στη γη, βάφοντας τα φύλλα των δέντρων σε μια πληθώρα χρωμάτων που ζωντανεύει κάθε φορά που έρχεται η εποχή της μάχης, το φθινόπωρο. Και καθώς τα χρόνια περνάνε και η γη αλλάζει και γερνάει, τα πορφυρά χρώματα παραμένουν τα ίδια, απόηχοι της αρχέγονης μάχης.

Όταν λοιπόν καθίσετε στο παράθυρό σας και κοιτάξετε τα φθινοπωρινά χρώματα σκεφτείτε τους Ινδιάνους και τις ιστορίες τους. Είτε η αλλαγή στα χρώματα της φύσης οφείλεται στο αίμα ζώων, είτε στην απουσία χλωροφύλλης, το μόνο σίγουρο είναι πως το φθινόπωρο αποτελεί την πιο βασιλική εποχή του χρόνου, με τους άλικους μανδύες της και τα χρυσαφιά της κοσμήματα που λάμπουν στο φως του χρόνου που αργοπεθαίνει.


Βιβλιογραφία και Διαδικτυακές Πηγές

Autumn colour”. Oneida, http://www.oneidaindiannation.com/autumn-color/. Accessed 12/10/2019.

“One of Our Favorite Native American Stories About Autumn.” New England Inns and Resort, https://www.newenglandinnsandresorts.com. Accessed 12/10/2019.

Catherine Kovach. “5 Myths About Changing Seasons To Celebrate The End Of Winter”. Bustle, https://www.bustle.com/articles/144199-5-myths-about-changing-seasons-to-celebrate-the-end-of-winter. Accessed 12/10/2019.

Canadian folk tale. “Rainbow and the Autumn Leaves”. World of Tales https://www.worldoftales.com/Native_American_folktales/Native_American_Folktale_66.html. Accessed 12/10/2019.