Mortemer Abbey: Φαντάσματα μοναχών και ιστορίες πνευμάτων του νορμανδικού αβαείου

Art sp

Ερειπωμένα κάστρα που ορθώνονται ψηλά σε συννεφιασμένους ουρανούς, κατεστραμμένες από τη φθορά του χρόνου εκκλησίες που επισκέπτονται μονάχα βλοσυρά κοράκια και κουρούνες, και τσακισμένες πολεμίστρες που στέκουν όρθιες στο πέρασμα του χρόνου, κόντρα σε ουρανούς και πεδιάδες που δεν χρειάζονται την προστασία τους, είναι λίγα από τα μνημεία που η μακρά περίοδος του μεσαίωνα άφησε κληρονομιά στην σύγχρονη εποχή που διανύουμε. Τα κατάλοιπα του φεουδαλισμού, της κυριαρχίας της εκκλησίας και της κραταιάς ελίτ της εποχής, πλέον πρωταγωνιστούν κυρίως στην ποπ κουλτούρα, πέραν της λειτουργίας τους ως εξέχοντα hot spot για επισκέπτες και τουρίστες κάθε εποχής. Ανάμεσα στα πλίνθινα οικοδομήματα, ξεχωρίζουν μνημεία συνδεδεμένα με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως επικές μάχες, γαμήλιες γιορτές αρχόντων και βασιλιάδων και –κάποιες φορές, ίσως– των απλών χωρικών, τα ονόματα των οποίων έχουν ξεχαστεί με το πέρασμα των χρόνων.

Μεταξύ κάστρων, καστροπολιτειών, αρχαίων λιμένων και γοτθικών εκκλησιών, ξεχωρίζουν τα αβαεία της δυτικής Ευρώπης, χαμένα στις εκτενείς πεδιάδες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Μπορεί το αβαείο του Γκλάστονμπερι (Glastonbury Abbey) στην Αγγλία, που είναι διάσημο λόγω της σύνδεσής του με τον βασιλιά Αρθούρο ως τόπος του μυθικού βασιλείου της Άβαλον, ή το μοναστήρι των Βενεδικτίνων που πρωταγωνιστεί στο Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, (όπως και στην αξέχαστη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι), ή ακόμα και το αβαείο Σεβεράκ στην ταινία Season of the witch του 2011, όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: πρόκειται για απομονωμένες μονές, με σφραγισμένες θύρες, που κρύβουν τα δικά τους μυστικά. Και πολλές φορές, αυτά τα μυστικά έρχονται στο φως με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Το Γκλάστονμπερι υπάρχει και σήμερα, τα ερείπιά του προσελκύουν αμέτρητους επισκέπτες κάθε χρόνο, αλλά οι ιστορίες που το περιβάλλουν είναι φανταστικές, όσο και τα αβαεία στις δύο παραπάνω περιπτώσεις. Στη Γαλλία όμως, υπάρχει σήμερα ένα μοναστήρι που παρουσιάζει ένα διαφορετικό είδος ιστοριών για όσους θέλουν –και έχουν το σθένος– να ακούσουν γι’ αυτές.

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του αβαείου

Στη βόρεια Γαλλία και την ύπαιθρο της Νορμανδίας και περίπου 20 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της μεσαιωνικής πόλης Ρουέν, ορθώνονται τα απομεινάρια ενός από τα σημαντικότερα μοναστήρια των Κιστερκιανών μοναχών του μεσαίωνα, ενός θρησκευτικού μοναστικού τάγματος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ο Ερρίκος ο Α’ της Αγγλίας, Δούκας της Νορμανδίας και γιος του Γουλιέλμου του Κατακτητή, δώρισε στο τάγμα τη γη στην οποία το 1134 θεμελιώθηκε το μοναστήρι. Η γενναιοδωρία του δεν κράτησε βέβαια πολύ, μιας και πέθανε λίγο αργότερα, αλλά η συμβολή του ήταν καταλυτική. Χτισμένη σε μια πεδινή, κατά κύριο λόγο, πλούσια έκταση με μικρά άλση και ποτάμια, κοιλάδες και έλη, η μονή άνθισε και έγινε σημαντικό μοναστικό κέντρο της εποχής, πόλος έλξης προσκυνητών από τη χώρα. Τα κτίσματα δεν χτίστηκαν όλα μονομιάς, αλλά σταδιακά και έπειτα από δωρεές αρχόντων και χωρικών. Οι μοναχοί αποξήραναν την ελώδη έκταση για να αυξήσουν την καλλιεργήσιμη γη, έτσι η λίμνη που χάθηκε ονομάστηκε νεκρή λίμνη, (morte mare στα γαλλικά) που έδωσε το όνομα στην νεόδμητη μονή, Mortemer. Οι μοναχοί ζούσαν καλά, καλλιεργούσαν τη γη, κυνηγούσαν στην πλούσια ύπαιθρο ενώ ασχολούνταν με τη μελισσοκομεία και το ψάρεμα από τα τριγύρω ποτάμια. Έτσι μέχρι περίπου τον 15ο αιώνα, ο αριθμός τους αυξήθηκε σε μερικές εκατοντάδες, ενώ οι εκτάσεις που ανήκαν στην ακίνητη περιουσία της μονής έφταναν πια πέρα από τη Νορμανδία, μέχρι και την Αγγλία.

Όμως το ειδυλλιακό αυτό τοπίο δεν κράτησε πολύ. Φυσικές καταστροφές, το χτύπημα του Μαύρου Θανάτου καθώς και μια σειρά άλλων ατυχών γεγονότων, παρά την αρχική επιτυχία, οδήγησε τη μονή σε παρακμή. Καταστράφηκε κάποια εποχή τον ύστερο μεσαίωνα και χτίστηκε εκ νέου τον 17ο αιώνα, όμως παρά τις προσπάθειες το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε την περίοδο της γαλλικής επανάστασης, όταν οι επαναστάτες χωρικοί στοχοποίησαν τον κλήρο της χώρας μαζί με τους άρχοντες και τους αστούς και κάθε θρησκευτικό στοιχείο θεωρήθηκε ένδειξη αήθη πλούτου, σε σχέση με τα λαϊκά στρώματα που ζούσαν στην απόλυτη ένδεια. Το μοναστήρι καταστράφηκε και έκτοτε παραμένει ερειπωμένο. Οι μοναχοί του σφαγιάστηκαν στα σκοτεινά κελάρια και τα σώματά τους βεβηλώθηκαν και πετάχτηκαν άταφα, να γίνουν βορά των αγριμιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια μετά την γαλλική επανάσταση, μονάχα πέντε μοναχοί συνέχισαν να κατοικούν στις εγκαταστάσεις του αβαείου.

La «dame blanche» de l'abbaye de Mortemer, lors de grandes Nuits des fantômes© Valerio Vincenzo / GEO photo source here

La «dame blanche» de l'abbaye de Mortemer, lors de grandes Nuits des fantômes© Valerio Vincenzo / GEO photo source here

Η πολύτιμη πέτρα, ως οικοδομικό υλικό, κλάπηκε και μεταφέρθηκε με το πέρασμα των αιώνων σε κοντινά χωριά και πόλεις. Έτσι σήμερα λίγα μονάχα από τα αρχικά κτήρια παραμένουν όρθια, άδεια κελύφη, σαν φυλακές αλλοτινών κόσμων. Όμως δεν είναι ούτε η ερημιά που κυριαρχεί στις σαθρές πέτρες, ούτε ο αέρας που χορεύει στις γκρεμισμένες στέγες, που κάνουν διάσημη τη μονή. Μια σειρά θρύλων και ιστορίες φαντασμάτων έχουν αναγάγει το μοναστήρι στο πλέον στοιχειωμένο κτήριο του είδους του στη γαλλική ύπαιθρο.

Περίεργοι θόρυβοι και σκιές

Το 1863, η έκταση του αβαείου και τα εναπομείναντα κτήρια πωλήθηκαν σε έναν αστό Γάλλο, ονόματι Delarue. Αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν μόνιμα στη μονή όπου, έπειτα από επιδιορθώσεις, εγκαταστάθηκαν στο κεντρικό κτήριο. Σύντομα άρχισαν τα πρώτα προβλήματα. Ένα απόβραδο, τα νεότερα μέλη της οικογένειας περπατούσαν σε έναν εξωτερικό διάδρομο απολαμβάνοντας την ερημιά και τη γαλήνη του δειλινού. Ξαφνικά, αντίκρυσαν ένα αιθέριο φως να λάμπει από τη βιβλιοθήκη της μονής. Μόνο που το κτήριο ήταν έρημο και ερειπωμένο όπως και τα περισσότερα του μοναστηριού. Τα παράθυρά του έχασκαν σκοτεινά στο σκοτάδι του δάσους από πίσω. Δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, όμως λέγεται πως πλησίασαν το κτήριο και είδαν πίνακες να γυρίζουν ανάποδα στους τοίχους, πόρτες, παραθυρόφυλλα, και παράθυρα να χτυπάνε στις κάσες τους και θόρυβοι από τριξίματα να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη λιθοδομή του κτηρίου, σαν την ανάσα κάποιου ανίερου πλάσματος που έβγαινε από τα σωθικά της βιβλιοθήκης.

Με τα χρόνια, ένα συγκεκριμένο δωμάτιο του σπιτιού, με τοίχους βαμμένους σε απαλούς ροζ τόνους, παρουσίαζε ανησυχητική δραστηριότητα. Το 1960, έγινε ιδιοκτήτης του κτηρίου κάποιος κύριος Lerdu, ο οποίος πληροφορήθηκε τα περίεργα γεγονότα των προηγούμενων ενοίκων του αβαείου, έτσι ταξίδεψε στην Νίκαια, όπου συνάντησε την κόρη του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Η ίδια λοιπόν, του διηγήθηκε ένα παλαιότερο περιστατικό που έζησε όσο κατοικούσε ακόμα στο αβαείο Mortemer.

Ο γιος του ιδιοκτήτη και αδερφός της, Charles, φιλοξενούσε ένα βράδυ στο σπίτι την αρραβωνιαστικιά του. Ίσως επειδή ήταν στα αρχικά στάδια της σχέσης τους, τους δόθηκε ως δωμάτιο εκείνο με τους ροζ βαμμένους τοίχους, σαν στοιχείο ρομαντισμού, αλλά τελικά μονάχα ρομαντικό δεν το βρήκαν. Καθώς η νύχτα έπεφτε και το σπίτι ήταν σιωπηλό, η νεαρή κοπέλα παρατήρησε έπιπλα και αντικείμενα του δωματίου να ζωντανεύουν. Αλυσίδες σέρνονταν στο ξύλινο πάτωμα και περίεργα φώτα λαμπύριζαν στους τοίχους, κάνοντάς τους να μοιάζουν κόκκινοι σαν το αίμα.

Μπορεί να ακούγεται σαν την υπόθεση μιας σύγχρονης ταινίας τρόμου, αλλά αν πιστέψουμε όσα λέγονται για το ροζ δωμάτιο και το στοιχειωμένο αβαείο, δεν κάνει εντύπωση που το επόμενο πρωί, ο αρραβωνιαστικός της, Charles, βρήκε την κοπέλα τρομοκρατημένη από τα ανεξήγητα γεγονότα. Όπως εντύπωση επίσης δεν μας προκαλεί το γεγονός ότι διέλυσε τον αρραβώνα την ίδια κιόλας μέρα, έφυγε βιαστικά για το Παρίσι και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε στο αβαείο, ούτε στον Charles.

Η αδερφή του Charles, και πηγή της ιστορίας, δεν εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές της αρραβωνιαστικιάς του αδερφού της. Τα επόμενα χρόνια θα της απονεμόταν μετάλλιο γενναιότητας για την προσφορά της ως νοσοκόμα κατά τον Ά Παγκοσμιο Πόλεμο, έτσι μοιάζει μάλλον λογικό το ότι πρότεινε να μεταφερθεί η ίδια στο ροζ δωμάτιο. Εκτός από ρούχα, κάπες και παλτά που φαίνονταν να πέφτουν μόνα τους από τις κρεμάστρες τους, δεν παρατήρησε κάτι άλλο ανησυχητικό. Τουλάχιστον όχι κάτι που να δικαιολογεί την ανεξήγητη φυγή της αρραβωνιαστικιάς του αδελφού της. Στη συνέχεια, ένα βράδυ που κοίταζε σκεπτική από το παράθυρο του δωματίου προς την αυλή και τις σκιές των διάσπαρτων ερειπίων είδε μια μικρή πομπή από σκιές μοναχών. Οι σκιές έμοιαζαν να γλιστρούν απαλά από το σπίτι και να κινούνται με τάξη προς την γραμμή των ερειπίων, κρατώντας φανάρια, και μουρμουρίζοντας κάποιο δικό τους ρυθμό, σαν να βρίσκονταν ακόμα 500 χρόνια πίσω, όταν διαφέντευαν ακόμα τη γη της περιοχής.

Παρότι δεν γνωρίζουμε αν η κοπέλα παρέμεινε στο δωμάτιο έπειτα από αυτό, τα επόμενα χρόνια αντίστοιχα περιστατικά έλαβαν χώρα, μέχρι που τη δεκαετία του 1920 το οίκημα πωλήθηκε στον επόμενο αγοραστή. Αξιοσημείωτο είναι, πως λίγο πριν οι ιδιοκτήτες πάρουν την απόφαση να δώσουν προς πώληση το αβαείο, κάλεσαν κάποιον ιερέα για να κάνει εξορκισμό στα πνεύματα που τριγύριζαν στα χαλάσματα, και κυρίως σε μια δαιμονική παρουσία που στοίχειωνε το μέρος, για την οποία δεν έδωσαν περισσότερες λεπτομέρειες.

Οι μυστηριώδεις και ανατριχιαστικές μορφές των μοναχών συνέχισαν να ταράζουν το μοναστήρι και τη γύρω περιοχή τις επόμενες δεκαετίες, όπως επίσης και κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Λέγεται πως κάποια στιγμή του πολέμου, ένας Άγγλος αλεξιπτωτιστής έπεσε από τον ουρανό στην περιοχή κοντά στο μοναστήρι. Την εποχή εκείνη η γαλλική ύπαιθρος της Νορμανδίας βρισκόταν υπό τις κατοχικές δυνάμεις του Άξονα, έτσι ο αλεξιπτωτιστής εντοπίστηκε από τους Γερμανούς και συλλήφθηκε. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, καθώς οι Γερμανοί οδηγούσαν τον αιχμάλωτο για ανάκριση, ένας μοναχός ντυμένος στα άμφιά του εμφανίστηκε μέσα από το κοντινό δάσος και –άγνωστο πώς– κατάφερε να σώσει τον αιχμάλωτο από τους δεσμώτες του και να τον μεταφέρει επιπλέον σε κάποιο καταφύγιο των ανταρτών που μάχονταν για την ελευθερία της κατεχόμενης Γαλλίας.

Art source here

Art source here

Ένας διάσημος ένοικος του μοναστηριού, που φαίνεται να στοιχειώνει με την παρουσία του ακόμα και σήμερα τα χαλάσματα και τις γκρεμισμένες τοιχοδομές, είναι η Ματθίλδη της Αγγλίας. Κόρη του αρχικού δωρητή της έκτασης για το χτίσιμο του μοναστηριού, κρατήθηκε για περίπου 5 χρόνια έγκλειστη εκεί παρά τη θέλησή της, κατόπιν διαταγών του πατέρα της προς τον ηγούμενο. Κανείς δεν γνωρίζει τους λόγους και τα αίτια, ούτε και υπάρχουν πληροφορίες για όσα συνέβησαν κατά τη διαμονή της στο μοναστήρι. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ήθελε να παραμείνει εκεί, όπως επίσης πως μια γυναίκα μεταξύ εκατοντάδων μοναχών σίγουρα δεν αποτελεί κάτι συνηθισμένο. Η Ματθίλδη πέθανε και θάφτηκε στη Ρουέν, όμως ακόμα και σήμερα η μορφή της φαίνεται να εμφανίζεται στους ερημότοπους γύρω από το μοναστήρι. Είναι γνωστή ως Λευκή Κυρία (The White Lady). Αν φοράει μαύρα γάντια, λέγεται πως κάτι κακό θα βρει όποιον την συναντήσει μπροστά του. Αν φοράει λευκά γάντια, καλή τύχη τον περιμένει. Αν όμως την δει και δεύτερη φορά, τότε μονάχα ο θάνατος θα τον βρει, και σίγουρα φριχτός.

Συνολικά, έντεκα θρύλοι περιστρέφονται γύρω από το στοίχειωμα του αβαείου. Από παρελθοντικούς εργαζόμενους του μοναστηριού που ακούνε περίεργους θορύβους και στέκονται μάρτυρες ανεξήγητων φαινομένων, από λυκανθρώπους που κάνουν την παρουσία τους στα δάση, μέχρι θεάσεις μυστηριωδών φασματικών μορφών από περαστικούς και ντόπιους και στοιχειωμένες γάτες που φυλάνε μυθικούς θησαυρούς, θαμμένους από τους μοναχούς, θησαυρούς που συγκεντρώθηκαν με σκοτεινούς τρόπους. Οι ιστορίες μεταφέρθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά, εμπλουτίστηκαν από στόμα σε στόμα και καταγράφηκαν στη λαϊκή παράδοση της περιοχής. Η μοναχική κοιλάδα, πνιγμένη από πυκνά αλσύλλια και ομίχλη, στάθηκε πρόσφορο έδαφος για την περεταίρω ανάπτυξη των θρύλων. Τα ίδια δέντρα που στέκονταν όρθια εδώ και αιώνες, στέκουν ακόμα και σήμερα, να υψώνονται πάνω από τα ίδια χορταριασμένα μονοπάτια, τα ίδια φλύαρα ρέματα, τις ίδιες χαμηλές λοφοκορφές που υψώνονται πάνω από τον καταπράσινο δασικό τάπητα. Και εκεί, ανάμεσα στις ψηλές πλινθόκτιστες καμάρες που χάσκουν αδειανές, χωρίς αχυρένια σκεπή να στηρίζουν, και χωρίς πορτόφυλλα να περιστρέφονται στους μεντεσέδες τους, σκοτεινές μορφές τριγυρίζουν περιδιαβαίνοντας τα ερείπια, αντικρύζοντας το μαύρο της νύχτας, το χλωμό λευκό του φεγγαριού, το σκοτάδι των εποχών που αλλάζουν και φεύγουν.



Πηγές

The Unquiet Soul of Abbaye De Mortemer Normandy then and now, https://www.normandythenandnow.com/the-unquiet-soul-of-abbaye-de-mortemer/, Πρόσβαση 14/2/2021.

Lore & Legends: A Few Famous French Ghosts & Hauntings, Paris Unlocked, https://www.parisunlocked.com/around-france/famous-french-ghosts-reputed-hauntings/< Πρόσβαση 14/2/2021.

The Mortemer Abbey History, Abbaye de Mortemer, http://www.abbaye-de-mortemer.fr/en/histoire-abbaye-mortemer.html, Πρόσβαση 21/2/2021.

The Haunted Abbey, European Nomad, https://europenomad.wordpress.com/tag/mortemer-abbey/, Πρόσβαση 14/2/2021.

Mortemer Abbey, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Mortemer_Abbey, Πρόσβαση 14/2/2021.