Χελιδόνι, ο τελάλης της Άνοιξης και οι μύθοι του

Art by Iris Gat

Art by Iris Gat

Από την αυγή της ιστορίας, ο άνθρωπος έχει ιδιαίτερες σχέσεις με τα πουλιά, πολλά από τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Άλλα όμως έχουν εξαφανιστεί και άλλα κοντεύουν να εξαφανιστούν εξαιτίας των δραστηριοτήτων του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού. Από τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος σκότωνε τα πουλιά για την τροφή του, έπαιρνε τα αυγά τους, τα εξημέρωνε μαγεμένος από την ομορφιά και το κελάηδημα τους, ενώ παράλληλα τους απέδιδε μαγικές ικανότητες, τα χρησιμοποιούσε ως θρησκευτικά σύμβολα κ.ά.

Ένα από αυτά τα πουλιά, που όταν το βλέπουμε καταλαβαίνουμε ότι ο καιρός αλλάζει και η φύση ξυπνάει, δεν είναι άλλο από το όμορφο χελιδόνι. Κανένα άλλο πουλί δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ, και δεν τραγουδήθηκε όσο το χελιδόνι. Ο λαός πιστεύει ότι τα χελιδόνια, μαζί με τον κούκο, φέρνουν την άνοιξη.

Από τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι μόλις έβλεπαν το πρώτο χελιδόνι έβγαζαν τον «μάρτη» από το χέρι τους και το κρεμούσαν στο δέντρο για να το βρει το χελιδόνι και να φτιάξει τη φωλιά του.

Την ημέρα αυτή, παρέες παιδιών κρατούν μια ξύλινη κατασκευή, στολισμένη με πολύχρωμες φούντες, όπου υπάρχει ένα ομοίωμα χελιδονιού, το οποίο κινείται περιστροφικά, και γυρνούν σε όλα τα σπίτια του χωριού. Σε κάθε σπίτι λένε το τραγουδάκι της χελιδόνας, το χελιδόνισμα. Όταν το τραγουδούν, κινούν το ξύλινο ομοίωμα. Οι νοικοκυρές τα αμείβουν με αυγά, ξεραμένα σύκα κ.τ.λ.

Το τραγούδι "Ήρθε, ήρθε χελιδόνα…" συνεχίζει βυζαντινές και αρχαίες ελληνικές παραδόσεις. Μάλιστα, έχει διασωθεί σε γραπτά κείμενα το αρχαιοελληνικό χελιδόνισμα : "Ήλθε, ήλθε χελιδών, καλάς ώρας άγουσα, καλούς ενιαυτούς…"

Σημαντικές είναι ακόμα ορισμένες καταγραφές χελιδονισμάτων που υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως στην Αγία Τριάδα Καρδίτσας:

«…Μάρτης μας ήρθι, καλώς μας ήρθι./Π’λιά είν’ κι λαλείτι./Τη θάλασσα επέρασα, το βασιλιά χαιρέτισα./-Καλημέρα βασιλιά./-Καλώς τη χελιδόνα./-Τι γυρεύεις χελιδόνα;/-Γυρεύου αυγά σαράκουστα/και σκουλιά πιντήκουστα./Για να δέσουμι το Μάρτη, να πάμι αγάλια-αγάλια/σαν τη χελιδόνα/ απ’ τον Ιορδάνη ποταμό./Λέει, λέει κι λαλεί/και το θεό παρακαλεί./-Μέσα Μάρτ’ς, όξου τα ψύλια…»

Παρακάτω έχουμε το χελιδόνισμα που λέγονταν στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης:

«Ήρθε, ήρθε χελιδόνα

ήρθε κι άλλη μελιδόνα

κάθισε και λάλησε

και γλυκά κελάηδησε.

Μάρτη, Μάρτη μου καλέ

και Φλεβάρη φοβερέ

κι αν χιονίσεις κι αν κακίσης

πάλιν άνοιξιν θα ανθίσης.

Θάλασσαν επέρασα

και στεριάν δεν ξέχασα,

κύματα κι αν έσχισα

έσπειρα, κονόμησα,

έφυγα κι αφήκα σύκα

και σταυρόν και θημωνίτσα

κι ήρθα τώρα κι ηύρα φύτρα

κι ηύρα χόρτα, σπαρτά βλίστρα,

βλίστρα, βλίστρα, φύτρα, φύτρα».

Το παραπάνω τραγούδι επιβεβαιώνει πως το χελιδόνι είναι αποδημητικό πουλί και φεύγοντας το φθινόπωρο από τη χώρα μας για την αραπιά, αφήνει στην αγροτική ύπαιθρο σύκα και σταφύλια και με τον ανοιξιάτικο γυρισμό του βρίσκει τα φυτά φυτρωμένα.

Επιστρέφει στην παλιά κατοικία του από την Αφρική κι απ’ τις θερμές χώρες. Το μεγάλο αυτό ταξίδι το κάνει σε δυο μέρες, επειδή στο γρήγορο πέταγμά του το βοηθά το σώμα του, που αποτελείται από σκελετό ελαφρό, οι μεγάλες φτερούγες του κι η ψαλιδωτή ουρά του. Μ’ αυτά τα όπλα της πτήσης, αλλάζει διεύθυνση ή ανεβοκατεβαίνει με θαυμαστή ευκολία.

Το χελιδόνι επιστρέφει στον ίδιο τόπο, απ’ όπου αποδήμησε. Πολλοί έδεσαν στον λαιμό ή στο πόδι του πουλιού κλωστή και διαπίστωσαν πως την επόμενη άνοιξη γύρισε στην παλιά φωλιά του. Ο φυσικός Βυφών αναφέρει πως κάποιος τσαγκάρης στη Βασιλεία της Ελβετίας, έπιασε χελιδόνι, έβαλε στο λαιμό του ταινία, γράφοντας τους παρακάτω στίχους και το απόλυσε.

Ωραία χελιδών, πού και πώς,

το χειμώνα σου περνάς;

Την άλλη άνοιξη, με το ίδιο χελιδόνι, πήρε την απάντηση.

Παρά Αντωνίω εις Αθήνας.

Τι σε μέλει κι ερωτάς;

Το χελιδόνι έχει πολλούς εχθρούς, ιδίως τα αρπαχτικά πουλιά, το γεράκι, την κουκουβάγια, τον αϊτομάχο, που όταν τα χελιδόνια δουν κανένα απ’ αυτά, ειδοποιούνται μεταξύ τους με οξείες φωνές, μαζεύονται κι όλα μαζί επιτίθενται κατά του εχθρού, που, πολλές φορές, τον διώχνουν.

Δεν εξημερώνεται σαν πουλί, ούτε τρώγεται το κρέας του. Πίνει νερό πετώντας χαμηλά στις πηγές, χωρίς να διακόψει τον δρόμο του. Το στόμα του είναι βαθιά σχισμένο, που το σχίσιμο φθάνει ως τα μάτια του. Όταν κάθεται, νομίζει κανείς πως δεν έχει πόδια, καθώς η κοιλιά του ακουμπά χάμω.

Σχετικό είναι και το αίνιγμα: από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σα βαμβάκι κι από πίσω σαν ψαλίδι, τι είναι;

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως το χελιδόνι το έλεγαν Φιλομήλα. Γι’ αυτό υπάρχει ο παρακάτω μύθος που εμπλέκει και άλλα πουλιά στην ιστορία:

«Η Φιλομήλα ήταν κόρη του βασιλιά των Αθηνών Πανδίονα, αδελφή της Πρόκνης, την οποία παντρεύτηκε ο βασιλιάς της Θράκης Τηρέας, γιος του Άρη, όταν βοήθησε τον πατέρα τους να λύσει ένα συνοριακό πρόβλημα που είχε με τον βασιλιά των Θηβών Λάβδακο. Ο γάμος της Πρόκνης με τον Τηρέα ήταν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στον Πανδίονα, προϋπόθεση και εγγύηση συμμαχίας.

Art by Floy Zittin

Art by Floy Zittin

Ο Τηρέας απέκτησε με την Πρόκνη ένα γιο, τον Ίτυ. Όμως, ο Τηρέας ερωτεύτηκε και τη Φιλομήλα, την αδελφή της γυναίκας του, πλάγιασε μαζί της με τη βία και της έκοψε τη γλώσσα για να μην μπορεί να τον αποκαλύψει στην αδελφή της. Η κόρη κέντησε τις δυστυχίες της πάνω σε ύφασμα και αποκάλυψε την αλήθεια στην αδελφή της. Η Πρόκνη, θέλοντας να τιμωρήσει τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο τους, τον μαγείρεψε και πρόσφερε το έδεσμα στον άνδρα της. Στη συνέχεια, οι δύο αδελφές το έσκασαν και ο Τηρέας, που στο μεταξύ είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί, τις κυνήγησε με πέλεκυ. Τις πρόφτασε στη Δαυλία της Φωκίδας αλλά, προτού προλάβει να κάνει οτιδήποτε, οι θεοί, εισακούοντας την παράκληση των δύο γυναικών να τις βοηθήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά, τη μουγκή Φιλομήλα σε χελιδόνι, την Πρόκνη σε αηδόνι, αλλά και τον Τηρέα τον μεταμόρφωσαν σε τσαλαπετεινό.

Μεταμορφωμένος ο Τηρέας απευθύνει συνεχώς με το κρώξιμο του τσαλαπετεινού το αγωνιώδες ερώτημα «πού, πού» για το πού είναι το παιδί του. Η Πρόκνη/αηδόνι θρηνεί με τον κελαηδισμό της για τον χαμένο της Ίτυ, η Φιλομήλα/χελιδόνι μεταναστεύει και πετά χωρίς ποτέ να βρίσκει ησυχία, δεν κελαηδά αλλά τιτιβίζει διαρκώς με τρόπο ασυνάρτητο και άρρυθμο.

Οι πράξεις και των τριών σαφώς δεν ήταν υποδειγματικές ούτε θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα ηθικής. Ήταν, ωστόσο, παραδειγματικές μέσα στην παραβατικότητά τους, αφού από την ιστορία τους υποδηλώνεται ότι ενισχύεται η αδελφική σχέση, όταν ο γάμος αποτύγχανε, ενώ σε κανονικές συνθήκες γάμου οι σχέσεις αίματος διαρρηγνύονται.

Την ιστορία παραδίδουν διάφοροι συγγραφείς, κυρίως ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας· ο Σοφοκλής στην αποσπασματικά σωζόμενη τραγωδία του Τηρέας βάζει την Πρόκνη να καταγγέλλει τη γυναικεία εμπειρία του γάμου και να παραπονείται εξ ονόματος των γυναικών· ο Αριστοφάνης, σε ένα γλυκό άσμα στην κωμωδία Όρνιθες, βάζει τον Τηρέα/τσαλαπετεινό, ως κύριο ρόλο στο έργο, να κάνει αναφορά στο επεισόδιο του φόνου του Ίτυ, καθώς προσκαλεί την Πρόκνη/Ἄηδόνα να ξυπνήσει και να πάει κοντά του, ενώ στους Βατράχους παρομοιάζει τον δημαγωγό Κλέωνα τη μια στιγμή με χελιδόνι θρακικό που τσιρίζει, την άλλη με αηδόνι που μοιρολογά για την απώλεια ψήφων.

Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του προσθέτει μια λεπτομέρεια που προικονομεί την τραγωδία που θα ακολουθούσε. Στον γάμο δεν παρευρέθηκαν ούτε η Ήρα, που παραστέκεται στις νύφες, ούτε ο Υμέναιος, ούτε οι τρεις Χάριτες. Οι Ευμενίδες/Ερινύες ήταν εκεί κρατώντας δάδες που είχαν αρπάξει από μια κηδεία. Εκείνες ετοίμασαν το νυφιάτικο κρεβάτι του και μια κουκουβάγια -κακό σημάδι- στριγγλίζοντας έκατσε στη σκεπή του δωματίου τους και κλωσούσε τα μικρά της. Με την παρουσία αυτού του πουλιού, οιωνού του μελλοντικού δράματος, ενώθηκαν ο Τηρέας και η Πρόκνη, με την παρουσία αυτού του πουλιού έγιναν γονείς. Οι Θράκες μοιράστηκαν τη χαρά τους, ευχαρίστησαν τους θεούς και καθιέρωσαν τη μέρα του γάμου και της γέννησης του Ίτυ σαν μέρες γιορτής.

Ο  Ηράκλειτος απεκδύει τον μύθο από το μυθώδες στοιχείο και ιστορεί ότι οι δύο αδελφές σκότωσαν τον Ίτυ και το έσκασαν επιβιβαζόμενες σε πλοίο. Ο Τηρέας τις καταδίωξε αλλά δεν τις έπιασε και αυτοκτόνησε. Και επειδή χάθηκαν ξαφνικά και κανένας τους δεν ξαναφάνηκε, οι άνθρωποι θεώρησαν ότι έγιναν πουλιά.

Ένας ακόμα μύθος που εμπλέκει το χελιδόνι είναι ο μύθος της Αηδόνας και Χελιδόνας όπου σύμφωνα με αυτόν τον μύθο η Αηδόνα ήταν σύζυγος του Πολύτεχνου. Κάποια στιγμή, καυχήθηκε πως η ευτυχία τους ήταν ανώτερη από εκείνη θείου ζεύγους, του Δία και της Ήρας. Η Ήρα για να την εκδικηθεί διέταξε την Έριδα να βάλει στην Αηδόνα την ιδέα να συναγωνιστεί σε κάποια δοκιμασία τον Πολύτεχνο. Η Αηδόνα νίκησε σε στοίχημα που έβαλαν οι δύο τους και ζήτησε μία νέα δούλα. Ο Πολύτεχνος, θυμωμένος, της πήγε την αδελφή της Χελιδόνα, με την οποία, για να εκδικηθεί τη σύζυγό του, πιο πριν είχε πλαγιάσει με τη βία. Οι δύο αδελφές μηχανεύτηκαν μια πολύ σκληρή τιμωρία: σκότωσαν τον γιο του Πολύτεχνου και του τον έδωσαν να τον φάει. Ο Πολύτεχνος, μαθαίνοντας εκ των υστέρων τι είχε γίνει, προσπάθησε να εκδικηθεί. Όμως, οι φρουροί του Πανδάρεω, πατέρα της Αηδόνας, πρόλαβαν τον Πολύτεχνο και, αφού τον άλειψαν με μέλι, τον άφησαν στα έντομα. Η Αηδών όμως λυπήθηκε τον σύζυγο της και προσπάθησε να τον σώσει, κάτι που εξόργισε τον πατέρα της. Ο Δίας, τότε, μπήκε στη μέση και τους μεταμόρφωσε όλους σε πτηνά. Την Aηδόνα σε αηδόνι, την αδελφή της Χελιδόνα στο γνωστό μας χελιδόνι, τον Πολύτεχνο σε πελεκάνο, τη μητέρα της, Αρμαθόη, σε αλκυόνη και τέλος, τον Πανδάρεω σε θαλασσαετό. Ο μύθος αυτός σε πολλές μυθικές συλλογές της Αρχαιότητας παρομοιάζει με τον ανάλογο μύθο της Πρόκνης και της Φιλομήλας, που ήταν κόρες του Πανδίονα.

Δεν θα μπορούσε ο μεγάλος παραμυθάς της αρχαιότητας Αίσωπος να μην αναφέρει στις διηγήσεις του το χελιδόνι. Μέσα από τους μύθους του με τα ηθικά διδάγματα ο Αίσωπος μας δείχνει πως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να διδάσκονται από τις συμπεριφορές των ζώων, που μερικές φορές ήταν ανώτερες από τις ανθρώπινες. Όπως στο παρακάτω παράδειγμα από το μύθο «Χελιδὼν καὶ ὄρνιθες».

«Χελιδὼν ἐκκλησίαν τῶν ὀρνέων συναθροίσασα παρῄνει, φάσκουσα κράτιστον εἶναι τὸ μὴ προσκόπτειν ἀνθρώποις, ἀλλὰ φιλίαν συνθεμένους οἰκείως διακεῖσθαι πρὸς αὐτούς. Τῶν δὲ ὀρνέων τις τὰ ἐναντία τῇ χελιδόνι ἔλεγεν· Ἀλλὰ τὸ σπέρμα τοῦ λίνου μᾶλλον κατεσθίοντες ἀναλίσκωμεν καὶ ἀφανὲς ποιῶμεν, ἵνα μηκέτι ἔχωσι πλέκειν δίκτυα καθ᾿ ἡμῶν…»

(Το χελιδόνι μάζεψε όλα τα πουλιά σε μία συνάθροιση και τους ανακοίνωσε την εξής πρόταση: να μην εναντιώνονται στους ανθρώπους, αλλά να συνάψουν φιλία μαζί τους και να ζουν φιλικά στους ανθρώπους και κοντά σε αυτούς.

Art by Wilhelm.J.Goebel

Art by Wilhelm.J.Goebel

Βγήκε τότε ένα άλλο πουλί και έκανε αντίθετη πρόταση: «Και τί ανάγκη έχουμε τους ανθρώπους να τους έχουμε φίλους; Όλη η δύναμη τους εναντίον μας είναι το λινάρι, από το οποίο φτιάχνουν τα νήματα των διχτυών που μας πιάνουν και μας παγιδεύουν…»)

Όσο προχωράμε στο σήμερα, βλέπουμε πως η λαϊκή παράδοση δεν στερείται σε παραδόσεις και μύθους σχετικά με τον τελάλη της άνοιξης. Ο Νικόλαος Πολίτης, αυτός ο σπουδαίος λαογράφος κατέγραψε μια παράδοση από τον Στενήμαχο Θράκης που μας εξηγεί γιατί το χελιδόνι έχει ψαλιδωτή ουρά:

«Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμία προσοχή σ’ αυτόν. Για να την πάρει λοιπόν, τι κάνει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω από το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: «Μήλα, μήλα καλά!» Εκείνη δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: «Πόσο τα δίνεις τα μήλα;» «Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί», λέει αυτός. «Καλά, έλα να τ’ αγοράσομε μεις», του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Αλλά κει που έκανε ν’ αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθισε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπειρί σπειρί. Η νέα είδε αυτήν την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι το κεχρί, και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι εμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρακάλεσε να τον αφήσουν να μείνει τη νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι’ αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη. Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν ξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στο νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννόησε την παγίδα που της έστησε, και αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε, λοιπόν, να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δυο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: εκείνη έμενε σα βουβή.

Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήταν εμπρός και η νέα, και από τη λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ’ ολίγο να κάψει και τα δάχτυλα της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:

Άι, καημένη! Αν είσαι β’βή και βώκου, δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου.

Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: «Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, και συ μια στιγμή δεν μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;» Ν’ ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε από τις πλεξίδες, αλλ’ εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δυο της απόμειναν, και αυτές είναι η ψαλιδωτή ουρά του χελιδονιού».

Η χριστιανική μας παράδοση, όμως, αναφέρει πως τα παλιά χρόνια τα φτερά των χελιδονιών δεν ήταν μαύρα, μα άσπρα. Οταν ήταν ο Χριστός στη γη, όπου πήγαινε τον ακολουθούσαν τα χελιδόνια κοπάδια-κοπάδια. Και οταν σταύρωσαν τον Χριστό οι Εβραίοι, τα χελιδόνια πήγαιναν και του έβγαζαν με το ράμφος τους τα αγκάθια από την κεφαλή. Οταν ο Χριστός ξεψύχησε, αυτά έκλαψαν πολύ και από τη μεγάλη τους λύπη άλλαξε το χρώμα των φτερών τους και έγινε μαύρο. Από τότε θεωρούνται ιερά πτηνά και είναι αμαρτία να τα σκοτώνουμε.

Ενώ ένας ακόμα λαϊκός μύθος διηγείται πως τα χελιδόνια παλαιότερα δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν τον χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό ένας ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε κι άρχισε να κατευθύνει τα χελιδόνια στον νότο,σε πιο ζεστά μέρη. Έδινε σημάδια, τα δελέαζε με την τροφή προς τον νότο αλλά δεν τον καταλάβαιναν. Τα φόβιζε, τα έδιωχνε, αλλά τίποτα. Τότε αυτός προσευχήθηκε στον Θεό, να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι. Και ο Θεός τον άκουσε. Τον έκανε χελιδόνι το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως ο άνθρωπος. Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια και τα οδήγησε σε πιο ζεστά μέρη.

Τούτο το αγαθό πλάσμα που επιστρέφει πάντοτε στην ίδια φωλιά θεωρείται σύμβολο ιερό όχι μόνο για τον ερχομό της άνοιξης, αλλά και σύμβολο τύχης. Οι άνθρωποι θεωρούσαν και θεωρούν πώς όταν σκοτώσει κάποιος χελιδόνι, θα πεθάνει κάποιος από το σπίτι του, ακριβώς τη μέρα που θα φύγουν τα χελιδόνια για την Αφρική και η ψυχή του θ’ ακολουθήσει το κοπάδι για να καλύψει την κενή θέση που δημιούργησε. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν γκρεμίζουν τις άδειες φωλιές στα σπίτια τους, καθώς ελπίζουν πως ο ερχομός των χελιδονιών θα φέρει καλοτυχία.

Τέλος,  τα τελευταία χρόνια που οι μεγάλες πόλεις γέμισαν τσιμέντο τα χελιδόνια δεν μπορούν εύκολα να βρουν υλικό για να φτιάξουν τις φωλιές τους, γι’ αυτό η Ελληνική Ορνιθολογική εταιρεία δίνει οδηγίες πώς μπορούμε να τους φτιάξουμε εμείς κάποιες φωλιές. Κι αν δεν κατοικηθούν τον πρώτο χρόνο, υπομονή, θα κατοικηθούν τον δεύτερο.

Όσοι όμως είμαστε τυχεροί και έχουμε μια χελιδονοφωλιά σπίτι μας, ας υποδεχτούμε με χαρά τα πρώτα χελιδόνια που θα γεμίζουν με μικρά τιτιβίσματα τις ανοιξιάτικες μέρες μας.

«Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι,

την ακούμε τη λαλιά σου,

ήλθες, ήλθες και απλώνεις

μια χαρά σαν τη χαρά σου…»

Κώστας Καρυωτάκης

 

Πηγές:

http://iza-terramata.blogspot.com/2009/03/blog-post_18.html

http://ellinwnparadosi.blogspot.com/2011/02/blog-post_309.html

http://www.e-istoria.com/140.html

http://enaasteri.blogspot.com/2017/12/blog-post_9.html

https://el.wikisource.org

http://ilakate.blogspot.com/2009/02/blog-post_10.html

https://www.eleftheria.gr/m/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/item/16002.html

Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις – Μέρος Α΄ και Β΄

Αίσωπος, 135 μύθοι του Αισώπου, Εκδ. Άγκυρα, 2013

Ζωή Θ. Σπυροπούλου, Μύθοι περί πτηνών, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998

Lars Svensson, Τα πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης, Εκδ. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2015

Μαρία Ξανθάκη, Άκου, χελιδόνι, Εκδ. Εκδόσεις Έαρ,2018